ΘΗΣΕΑΣ

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Τα πνευματικά δικαιώματα είναι κατοχυρωμένα 2002©

THESEUS

THE GREAT KING

Αll Rights Reserved 2002©

Επιστροφή στην αρχική σελίδα

Back to Index

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ - TZEHMΣ ΜΑΝΟΣ

ΘΗΣΕΑΣ: Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Ελλάδα είναι η χώρα του πολιτισμού που γέννησε την δημοκρατία, ανέδειξε τις ηθικές και τις πνευματικές αξίες, δημιούργησε απαράμιλλη τέχνη που αντέγραψαν οι Ρωμαίοι και αργότερα η αναγέννηση, γέννησε τους ολυμπιακούς αγώνες, ανέπτυξε την φιλοσοφία που αντέγραψε ο διαφωτισμός, και επίσης ανέπτυξε όλες τις επιστήμες, από την ιατρική με τον Ιπποκράτη μέχρι την πυρηνική φυσική με τον Δημόκριτο, αν και υπάρχει άγνωστη υψηλή τεχνολογία – όπως φανερώνουν ο υπολογιστής των Αντικυθήρων που επινοήθηκε από τον Νικία που έζησε στη Ρόδο μεταξύ 2ου και 1ου αιώνα π.Χ., καθώς και οι πυραμίδες. Η πρώτη πυραμίδα στην Αίγυπτο, η ``πυραμίδα του Σακκάρα΄΄ του Φαραώ Ζόζερ, κατασκευάστηκε το 2620 π.Χ. Οι αρχαιότερες πυραμίδες της Ελλάδος: η ``πυραμίδα του Ελληνικού΄΄ και η πυραμίδα στο Άμφειον της Θήβας, χρονολογούνται στο 2720π.Χ. και στο 3000 – 2400 π.Χ., αντίστοιχα.

Η ιστορία αυτή είναι βασισμένη στην ελληνική μυθολογία, αλλά με μια πιο ορθολογική προσέγγιση, απηλλαγμένη από την υπερβολή. Όμως, προβάλλεται σε κάποια σημεία η άγνωστη τεχνολογία που κρύβεται πίσω από την ελληνική μυθολογία. Ο Θησέας, από πολλούς μελετητές – ακόμα και από τον πρώτο επιστήμονα ιστορικό, τον Αθηναίο Θουκυδίδη και τον, επίσης αρχαίο Έλληνα ιστορικό, Πλούταρχο – θεωρείται πραγματικό πρόσωπο που μυθοποιήθηκε. Η ελληνική μυθολογία κρύβει πολλά για τον προϊστορικό πολιτισμό και την υψηλή τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων. Στην Ελλάδα ο κυκλαδικός πολιτισμός άρχισε να αναπτύσσεται από το 6000 π.Χ. Όμως, η ιστορία της Ατλαντίδος δείχνει ακμή της Αθήνας – και γενικά της Ελλάδος – το 8000 π.Χ. Αρχαιοελληνικά ευρήματα που ήλθαν στο φως φανέρωσαν την ύπαρξη πολιτισμού στην Ελλάδα από την παλαιολιθική εποχή – όπως για παράδειγμα κρανίο που ανακαλύφθηκε στην Αρεόπολη της Λακωνίας και ανάγεται στο 150000 π.Χ. Άλλωστε, στην Ελλάδα βρέθηκε στην Χαλκιδική και ο αρχάνθρωπος των Πετραλώνων που έζησε κάπου το 600000 π.Χ.

Η ελληνική μυθολογία, πέρα από την υψηλή τεχνολογία, δείχνει ξεκάθαρα και τα ταξίδια των αρχαίων Ελλήνων που έφθασαν σε όλον τον κόσμο, από τις Ινδίες ως το Γιβραλτάρ, από τον Καύκασο ως την Παλαιστίνη και το Αφγανιστάν, στο οποίο ζει σήμερα η φυλή Καλλάς, και από την Αγγλία, που ανακαλύφθηκε και χαρτογραφήθηκε από τον Πυθέα, ως την Αιθιοπία. Ακόμα και στην Αμερική, που μάλλον ήταν η Ατλαντίδα, έχουν βρεθεί αρχαιοελληνικά νομίσματα από ελληνιστικά βασίλεια και αποικίες της Ελλάδος οι οποίες επεκτείνονταν στη Μαύρη Θάλασσα και σε όλη στην Μεσόγειο – ακόμα και στις ακτές της Αφρικής.

Κεφάλαιο (Α) Τα παιδικά χρόνια του Θησέα

2000 π.Χ. Στην Τροιζήνα της Αργολίδας βασίλευε ο Πιτθέας, υιός του Πέλοπα – από τον οποίο πήρε το όνομά της η Πελοπόννησος – και της Ιπποδάμειας, κόρης του Οινομάου, βασιλιά της Πίσας στην Ηλεία. Ο Πιτθέας ήταν ιδρυτής του αρχαιότερου ελληνικού ναού. Η κόρη του Πιτθέα, Αίθρα, είχε αποκτήσει με τον βασιλιά της Αθήνας, Αιγέα, ένα αγόρι: τον Θησέα. Ο Θησέας μεγάλωσε με την μητέρα και τον παππού του στο παλάτι της Τροιζήνας.

Στο τριώροφο παλάτι της Τροιζήνας, είναι μεσημέρι και ο βασιλιάς Πιτθέας υποδέχεται τον Ηρακλή! Φοράει τη λεοντή του και κρατάει το ρόπαλό του. Μαζί του είναι και ο σύντροφός του, Ιόλαος.

Ηρακλής: Χαίρε Πιτθέα, βασιλιά της Τροιζήνας! Πέρασα από το παλάτι σου για να γνωρίσω επιτέλους εσένα, τον υιό του περίφημου Πέλοπα – από τον οποίο πήρε το όνομά της η Πελοπόννησος.

Πιτθέας: Χαίρε και σε σένα Ηρακλή! Ποίος είναι ο νέος που είναι μαζί σου;

Ηρακλής: Είναι ο ανεψιός μου Ιόλαος, υιός του ετεροθαλούς αδελφού μου Ιφικλή. Ο Ιφικλής είναι υιός του βασιλιά της Τίρυνθας στην Αργολίδα, Αμφιτρύωνα, και της μητέρας μου της Αλκμήνης. Ο Ιόλαος με έχει βοηθήσει σε πολλούς άθλους μου. Μάλιστα, προς τιμήν του έχω χτίσει ναό με το όνομά του σε αποικία μας στη Σικελία!

Πιτθέας: Ηρακλή, τα κατορθώματά σου έχουν γίνει μύθος σε όλη την Ελλάδα. Είναι αλήθεια αυτό που ακούστηκε τελευταία, ότι στην Ιταλία σκότωσες τον ληστή Κάκο;

Ηρακλής: Ναι, ήταν ένας αδίστακτος ληστής που ζούσε στο όρος Αβεντίνο της Ρώμης και με τη συμμορία του λεηλατούσε τη Ρώμη και τις άλλες αποικίες μας στη Μεγάλη Ελλάδα. Είχε το τέλος που του άξιζε! Με την βοήθεια γενναίων ανδρών κυνηγήσαμε και σκοτώσαμε τους συντρόφους του και τον ίδιο τον σκότωσα εγώ έπειτα από μονομαχία.

Πιτθέας: Ηρακλή και Ιόλαε, θα σας φιλοξενήσω όσες ημέρες θέλετε στο παλάτι μου. Φαντάζομαι, όμως, πως τώρα θα πεινάτε. Είναι μεσημέρι…

Ηρακλής: Ναι! Το μεγάλο ταξίδι μας άνοιξε την όρεξη!

Ο Πιτθέας φωνάζει τους υπηρέτες να ετοιμάσουν τραπέζι. Ο Ηρακλής βγάζει την λεοντή του και την αφήνει σε μια κρεμάστρα στον διάδρομο. Ο Ηρακλής και ο Ιόλαος πλένουν τα χέρια τους σε ένα δοχείο με νερό που τους φέρνει κάποιος υπηρέτης. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στην κυρία αίθουσα του παλατιού η Αίθρα, συνοδευόμενη από τις υπηρέτριές της και κρατώντας στο χέρι τον μικρό Θησέα.

Πιτθέας: Ηρακλή, Ιόλαε! Να σας συστήσω την κόρη μου Αίθρα. Ο μικρός που κρατάει είναι ο τετράχρονος Θησέας, ο εγγονός μου.

Θησέας (κοιτώντας τον Ηρακλή): Παππού, ποιος είναι αυτός ο δυνατός άνδρας;

Πιτθέας: Θησέα, είναι ο Ηρακλής. Ο άλλος άνδρας είναι ο ανεψιός και σύντροφός του, Ιόλαος.

Θησέας: Ηρακλή, έχω ακούσει πολλές ιστορίες για εσένα. Μου τις λέει κάθε νύχτα ο παππούς μου.

Κάποια στιγμή, ενώ ο Ηρακλής και ο Ιόλαος συνομιλούν με τον βασιλιά, ο Θησέας ξεφεύγει από την προσοχή της μητέρας του και πλησιάζει γεμάτος περιέργεια τη λεοντή του Ηρακλή την οποία έχει αφήσει στον διάδρομο, σε μία κρεμάστρα. Ο Θησέας, νομίζοντας πως το λιοντάρι είναι ζωντανό, πηγαίνει στην οπλοθήκη αρπάζει ένα τσεκούρι και το πετάει εναντίον της λεοντής! Ο Πιτθέας, ο Ηρακλής, ο Ιόλαος και η Αίθρα μόλις ακούνε τον θόρυβο του τσεκουριού που χτυπά τη λεοντή γυρνάνε και τρέχουν προς το μέρος του Θησέα!

Πιτθέας: Τι έγινε; Θησέα, τι έκανες;

Ηρακλής: Πέταξε ένα τσεκούρι στη λεοντή μου, το τομάρι από το περίφημο λιοντάρι της Νεμέας που σκότωσα!

Ιόλαος: Προφανώς θα πέρασε το λιοντάρι για ζωντανό και θέλησε να το σκοτώσει!

Αίθρα: Θα ήθελα να ήξερα που βρήκε το τσεκούρι;

Πιτθέας: Δεν με ενδιαφέρει που το βρήκε! Με ενδιαφέρει πως ο εγγονός μου βρήκε το θάρρος να το πετάξει!

Ηρακλής: Πιτθέα, ο εγγονός σου θα γίνει γενναίος άνδρας όταν μεγαλώσει! Είμαι βέβαιος για αυτό!

Ιόλαος: Ήδη, το αγόρι έχει πολύ θάρρος και εξυπνάδα.

Πιτθέας: Φυσικά, αφού την ανατροφή του την έχω αναλάβει προσωπικά και δεν αφήνω τίποτα και κανέναν να τον φοβίζει! Ούτε αφήνω το παιδί να το καλομαθαίνει η μητέρα του!

Υπηρέτης: Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, αλλά το τραπέζι είναι έτοιμο. Μπορείτε να καθίσετε.

Ηρακλής: Θησέα έλα εδώ! Κάθισε δίπλα μου στο τραπέζι και θα σου διηγηθώ ο ίδιος γεγονότα που έζησα.

Ο Θησέας, ο Ηρακλής, ο Ιόλαος και ο Πιτθέας εκάθησαν μαζί στο τραπέζι, ενώ η Αίθρα αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της. Ο Θησέας είχε εντυπωσιαστεί από τον Ηρακλή και τις ιστορίες του. Ο Ηρακλής και ο Ιόλαος την επόμενη ημέρα έφυγαν. Ο Θησέας, όμως, ήταν ενθουσιασμένος με τον Ηρακλή και δεν χόρταινε να ακούει από τον πατέρα του ιστορίες για αυτόν. Μία νύχτα ο Πιτθέας έλεγε στον εγγονό του την ιστορία με τον Ηρακλή που σκότωσε τις στυμφαλίδες όρνιθες.

Θησέας: Παππού, θέλω να μοιάσω στον Ηρακλή! Να γίνω ήρωας και να σκοτώνω τους κακούς! Να γίνω δυνατός όπως αυτός!

Πιτθέας: Μα ήδη απέδειξες ότι είσαι δυνατός! Και αν πειράξει κάποιος εμένα ή την μάνα σου, δεν θα διστάσεις να πετάξεις και σε αυτόν το τσεκούρι! Και ότι πήγες στην οπλοθήκη και το πήρες, δείχνει ότι είσαι πανέξυπνος.

Το ίδιο βράδυ ο Θησέας ονειρευόταν ότι έκανε τα κατορθώματα του Ηρακλή.

Ο καιρός περνούσε. Ο Θησέας ήταν πλέον 13 ετών.

Στην αυλή του παλατιού ο Θησέας παίζει με τους συνομηλίκους του, τον Αγαπτόλεμο και τον Αγασία, πόλεμο με ξύλινα σπαθιά και ασπίδες. Ο Θησέας τους αντιμετωπίζει και τους δύο! Ο Θησέας ``καρφώνει΄΄ το ξύλινο σπαθί στο στήθος του Αγαπτόλεμου.

Θησέας: Αγαπτόλεμε σου τρύπησα την καρδιά! Σειρά σου τώρα Αγασία!

Με μια γρήγορη κίνηση ο Θησέας ``καρφώνει΄΄ το ξύλινο σπαθί και στο στήθος του Αγασία.

Θησέας: Σας σκότωσα και τους δύο!

Αγασίας: Μπορεί να είσαι καλός στον πόλεμο, αλλά όχι στον αθλητισμό! Θες να παραβγούμε στην δισκοβολία;

Θησέας: Φυσικά! Θα σας νικήσω!

Τα 3 αγόρια συναγωνίζονται στην δισκοβολία και ο Θησέας νικά. Ο Πιτθέας και η Αίθρα παρακολουθούν τον Θησέα από το παράθυρο του παλατιού.

Αίθρα: Μπράβο υιέ μου!

Ο Θησέας ήταν πρώτος στον αθλητισμό. Οι γονείς του, όμως, φρόντιζαν και για την πνευματική του διαπαιδαγώγηση. Έτσι, έμαθε γραφή και ανάγνωση, καθώς και μουσική.

Ο βασιλιάς Πιτθέας συνομιλεί με την κόρη του Αίθρα.

Πιτθέας: Σήμερα ο εγγονός μου Θησέας γίνεται 16 ετών. Κόρη μου, δεν ξέρεις πόσο θα ήθελα ο Θησέας να μεγαλώσει κοντά μου και όταν ενηλικιωθεί να γίνει βασιλιάς της Τροιζήνας…

Αίθρα: Πατέρα, ξέρεις πως ο Θησέας είναι υιός του Αιγέα, του βασιλιά της Αθήνας. Η μοίρα του είναι προδιαγεγραμμένη… Τον περιμένουν σκληρές δοκιμασίες, αλλά θα καταφέρει κάποτε να γίνει βασιλιάς, όχι εδώ, αλλά στην Αθήνα.

Πιτθέας: Ο Θησέας μεγάλωσε μαζί μας και πρέπει να μείνει μαζί μας…

Αίθρα: Ξέρεις πως δεν μπορεί να γίνει αυτό... Ο Θησέας συμπλήρωσε τα 16 χρόνια και πρέπει να φύγει... Όλα αυτά τα χρόνια ήθελα να αποφύγω τη στιγμή της αποχώρησης. Όμως, μου δίνει δύναμη το γεγονός ότι ο Θησέας θα γίνει κάποτε μεγάλος άνδρας και είμαι σίγουρη για αυτό. Άλλωστε, χθες πήγα στο ναό και η Εστιάδα μου είπε πως ο Θησέας θα αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, αλλά τελικά θα γίνει σαν τον Ηρακλή. Ένας ήρωας!

Πιτθέας: Η ιέρεια της Εστίας είχε δίκιο. Η προσδοκία αυτή απαλύνει και τον δικό μου πόνο του αποχωρισμού. Σήμερα, Αίθρα, θα πεις την αλήθεια στον Θησέα. Αλλά δεν θα του αποκαλύψεις ότι ο πατέρας του είναι ο Αιγέας. Αυτήν την εντολή άφησε ο πατέρας του, όταν έκρυψε το ξίφος και τα σανδάλια του κάτω από τον βράχο. Ο Θησέας θα πάει στην Αθήνα και θα ανακαλύψει μόνος του τον πατέρα του και αυτό αποτελεί μέρος των πολλών δοκιμασιών, για το αν είναι κατάλληλος να σταθεί στο πλάι του πατέρα του και να γίνει ο διάδοχος του θρόνου των Αθηνών.

Η Αίθρα βρίσκει τον Θησέα να παίζει λύρα στο δωμάτιό του και να τραγουδάει τα κατορθώματα του Ηρακλή. Μαζί με τον Θησέα ήταν η φίλη του Αερόπη που του χαϊδεύει τα μαλλιά.

Αίθρα: Αερόπη, μας αφήνεις για λίγο;

Αερόπη: Ναι. Θησέα, θα τα πούμε αργότερα.

Αίθρα: Θησέα, παίζεις πολύ ωραία λύρα, σαν τον Απόλλωνα! Και έχεις μεγαλώσει πολύ! Έχεις γίνει πλέον άνδρας και έφθασε ο καιρός να σου πω κάτι...

Θησέας: Τι είναι μητέρα;

Αίθρα: Αφορά τον πατέρα σου.

Θησέας: Μου έχεις πει ότι έχει πεθάνει.

Αίθρα: Θησέα, άκουσέ με... Ο παππούς σου και εγώ, χρόνια τώρα κρατάμε ένα μυστικό. Δεν μπορέσαμε να στο πούμε, γιατί ήταν επιθυμία του πατέρα σου. Γεννήθηκες στην Αθήνα, όμως, λίγους μήνες μετά τη γέννησή σου ο πατέρας σου ερωτεύτηκε μία άλλη γυναίκα και έτσι χωρίσαμε και σε πήρα μαζί μου, εδώ στην Τροιζήνα. Ο πατέρας σου θεώρησε καλύτερο να μείνεις με εμένα και όταν ενηλικιωθείς να σου αποκαλύψω ότι ζει και να αποφασίσεις εσύ ο ίδιος αν θες να τον συναντήσεις…

Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο δωμάτιο ο Πιτθέας.

Πιτθέας: Του το είπες;

Αίθρα: Ναί…

Θησέας: Μητέρα, παππού… Μου φαίνονται απίστευτα όλα αυτά! Δεν σας κρατάω κακία που μου το κρατήσατε μυστικό επί δεκαέξι χρόνια! Το κάνατε για να μην μισούσα, όλα αυτά τα χρόνια, τον πατέρα μου που με εγκατέλειψε, αλλά μόλις θα ενηλικιωνόμουν μόνος μου να αποφάσιζα αν θα ήθελα να συναντήσω τον πατέρα μου. Και το αποφάσισα! Θέλω να τον συναντήσω!

Πιτθέας: Θησέα, αναμέναμε την απόφαση αυτή… Πριν, όμως, ξεκινήσεις υπάρχει μια δοκιμασία…

Θησέας: Ποια;

Αίθρα: Ο πατέρας σου, όταν επέστρεψα εδώ από την Αθήνα, ήλθε μαζί μου και έκρυψε το σπαθί και τα σανδάλια του κάτω από έναν τεράστιο βράχο. Μου άφησε ρητή εντολή πως όταν θα καταφέρεις να κυλίσεις τον βράχο και να πάρεις το ξίφος και τα σανδάλια του, τότε θα είσαι έτοιμος να ταξιδέψεις στην Αθήνα και να τον συναντήσεις. Ο πατέρας σου θα σε αναγνωρίσει από το ξίφος του που θα πάρεις όταν κυλίσεις τον βράχο.

Θησέας: Μητέρα, πήγαινέ με στον βράχο!

Η Αίθρα με τον Πιτθέα οδηγούν τον Θησέα σε μία περιοχή κοντά στο παλάτι όπου υπήρχε ένας τεράστιος βράχος.

Αίθρα: Αυτός είναι ο βράχος! Θα τα καταφέρεις να τον κυλίσεις;

Θησέας: Ναι!

Ο Θησέας, με έντονη προσπάθεια, καταφέρνει και κυλάει τον βράχο και πράγματι κάτω του υπάρχει ένα περίτεχνο ξίφος και ένα ζευγάρι σανδάλια.

Αίθρα: Θησέα, πάρε το ξίφος και τα σανδάλια! Κατάφερες να κυλίσεις τον βράχο και είσαι έτοιμος να συναντήσεις τον πατέρα σου!

Πιτθέας: Αύριο το πρωί θα ξεκινήσεις το ταξίδι για την Αθήνα! Θα ταξιδέψεις από την θάλασσα και θα φθάσεις στον Πειραιά. Δεν θέλω να ταξιδέψεις από τη στεριά, γιατί υπάρχουν ληστές.

Θησέας: Παππού, δεν φοβάμαι κανέναν! Θα πάω από τη στεριά και θα αντιμετωπίσω τους κινδύνους σαν άνδρας! Θέλω, με τα κατορθώματά μου, το όνομά μου να μείνει στην ιστορία – όπως του Ηρακλή!

Πιτθέας: Εγκυμονούν πολλοί κίνδυνοι Θησέα, αν πας από τη στεριά… Αλλά αφού είναι δική σου επιθυμία να το κάνεις, δεν θα σε εμποδίσουμε. Η μητέρα σου και εγώ πιστεύουμε ότι θα γίνεις μεγάλος και τα κατορθώματά σου θα γίνουν μύθος, όπως αυτά του Ηρακλή. Όμως, σκέψου ότι θα είσαι μόνος στο ταξίδι, χωρίς δική μου φρουρά. Θα τα καταφέρεις;

Θησέας: Βέβαια, παππού! Είμαι ανίκητος!

Κεφάλαιο (Β) Το ταξίδι του Θησέα προς την Αθήνα

Ο Θησέας αποχαιρέτησε τη μητέρα, τον παππού του και την φίλη του την Αερόπη, και πήρε από την ξηρά τον δρόμο για την Αθήνα. Πέρασε από την Επίδαυρο όπου επισκέφτηκε το Ασκληπιείο που ήταν θεραπευτήριο, και μετά συνέχισε και έφθασε στον Ισθμό. Όμως, ο δρόμος προς την Αθήνα ήταν γεμάτος ληστές για τους οποίους τον είχαν προειδοποιήσει οι διαβάτες που είχε συναντήσει στον δρόμο. Έτσι, ο Θησέας αντιμετώπισε δυσκολίες...

Ο πρώτος ληστής που συνάντησε ο Θησέας, καθώς περνούσε από τον Ισθμό της Κορίνθου, ήταν ο Σίνης ο Πιτυοκάμπτης που έπιανε τους οδοιπόρους τους λήστευε και έπειτα έδενε το ένα πόδι τους σε ένα πεύκο και το άλλο τους πόδι το έδενε στο έδαφος. Στη συνέχεια έκοβε το σκοινί που συγκρατούσε τον άτυχο περαστικό και αυτός διαμελιζόταν.

Ο Θησέας καθώς περπατά ακούει μία φωνή.

Σίνης: Σταμάτα. Ποιος είσαι;

Θησέας: Ονομάζομαι Θησέας και πηγαίνω στην Αθήνα!

Σίνης: Δεν πας πουθενά! Είμαι ο Σίνης! Δώσε μου ότι έχεις αμέσως!

Θησέας: Έχω κάτι! Κάτσε να στο δώσω!

Ο Θησέας αστραπιαία δίνει μία δυνατή γροθιά στον Σίνη. Ο Σίνης σηκώνεται από το έδαφος και πιάνεται στα χέρια με τον Θησέα. Τελικά, ο Θησέας νικά τον Σίνη και τον σκοτώνει με τον ίδιο τρόπο που ο Σίνης σκότωνε τα θύματά του: δένει το ένα πόδι του σε ένα πεύκο και το άλλο του πόδι στο έδαφος και στη συνέχεια κόβει το σκοινί που τον συγκρατεί. Έτσι, ο Σίνης διαμελίζεται.

Θησέας: Σίνη δεν μπορείς να κάνεις, πλέον, κακό σε κανέναν!

Ο Θησέας συνέχισε τον δρόμο του προς την Αθήνα, ώσπου συνάντησε τον Σκίρωνα. Ήταν ένας ληστής που παραφύλαγε σε ένα απόκρημνο μονοπάτι της Κακιάς Σκάλας, λίγο πριν τα Μέγαρα. Όταν περνούσε κάποιος οδοιπόρος, αφού πρώτα τον λήστευε, τον γκρέμιζε από ψηλά στα βράχια της θάλασσας: στις Σκιρωνίδες Πέτρες.

Ο Θησέας περνά από το μονοπάτι που παραφυλάει ο Σκίρωνας. Ξαφνικά πετάγεται ο ληστής και με μία λαβή αρπάζει τον Θησέα.

Θησέας: Τι θες από εμένα;

Σκίρωνας: Είμαι ο Σκίρωνας. Από εμένα δεν θα βγεις ζωντανός!

Οι δύο άνδρες παλεύουν. Τη στιγμή που ο Σκίρωνας έχει στριμώξει τον Θησέα στο χείλος του γκρεμού και είναι έτοιμος να τον ρίξει στα βράχια, ο Θησέας με μία γρήγορη λαβή γκρεμίζει τον Σκίρωνα στα βράχια της θάλασσας. Στη συνέχεια μια τεράστια θαλάσσια χελώνα πλησιάζει το πτώμα του Σκίρωνα και αρχίζει να το κατασπαράζει!

Θησέας: Σκίρωνα, αντί να με σκοτώσεις, έγινες ο ίδιος φαγητό!

Ο Θησέας συνέχισε την πεζοπορία. Πέρασε τα Μέγαρα, την Ελευσίνα και τελικά έφθασε στην Δάφνη. Εκεί είχε το λημέρι του ο Προκρούστης ή Δαμαστής ή Πολυπήμων. Ήταν ένας γιγαντόσωμος ληστής από την Ελευσίνα που είχε ένα σιδερένιο κρεβάτι πάνω στο οποίο εξηνάγκαζε τους διαβάτες να ξαπλώσουν, αφού πρώτα τους λήστευε. Σε όσους διαβάτες τα πόδια προεξείχαν από το κρεβάτι, δηλαδή ήταν ψηλοί, ο Προκρούστης τα έκοβε. Αντιθέτως, σε όσους διαβάτες τα πόδια δεν έφθαναν το χείλος του κρεβατιού, δηλαδή ήταν κοντοί, ο Προκρούστης τα τράβαγε για να τα φέρει στην άκρη του κρεβατιού, εξαρθρώνοντάς τα. Έτσι, τα θύματα πέθαιναν από την αιμορραγία.

Ενώ ο Θησέας περπατάει, συναντά ξαφνικά τον Προκρούστη που τον πλησιάζει με απειλητικές διαθέσεις.

Προκρούστης: Είμαι ο Προκρούστης! Έλα εδώ να ξαπλώσεις στο κρεβάτι που έχω!

Θησέας: Μάλλον είναι για εσένα ώρα για ύπνο!

Ο Θησέας παλεύει με τον Προκρούστη και τον σωριάζει στο έδαφος. Ο Προκρούστης διατηρεί τις αισθήσεις του.

Θησέας: Έλα να σε βάλω να ξαπλώσεις!

Ο Θησέας τοποθετεί τον Προκρούστη στο κρεβάτι. Φυσικά, ως γιγαντόσωμος, τα πόδια του προεξέχουν από το κρεβάτι. Έτσι, ο Θησέας του κόβει τα πόδια και ο Προκρούστης πεθαίνει.

Θησέας: Καλό ύπνο!

Ο τελευταίος ληστής που συνάντησε ο Θησέας ήταν ο Περιφήτης. Ήταν ένας κουτσός ληστής που έφερε ένα σιδερένιο ρόπαλο με το οποίο χτυπούσε τους οδοιπόρους στο κεφάλι, σκοτώνοντάς τους, αφού πρώτα τους λήστευε.

Ο Θησέας περπατά αμέριμνος και ξαφνικά πετάγεται μπροστά του ο ληστής με το ρόπαλο στο χέρι!

Περιφήτης: Είμαι ο Περιφήτης! Δώσε μου ότι έχεις, αλλιώς σε σκοτώνω!

Θησέας: Πάνω από το πτώμα μου!

Ο Περιφήτης ρίχνει με το ρόπαλο προς το κεφάλι του Θησέα, αλλά ο Θησέας με μία γρήγορη κίνηση αποφεύγει το χτύπημα. Στη συνέχεια ο Θησέας ρίχνει μια γροθιά στον Περιφήτη που σωριάζεται στο έδαφος. Ακολουθεί πάλη και τελικά ο Θησέας κατορθώνει να πάρει το ρόπαλο και να τσακίσει το κεφάλι του ληστή.

Θησέας: Περιφήτη, τώρα εσύ είσαι νεκρός! Φαντάζομαι πόσοι διαβάτες θα έχουν σκοτωθεί από τους ληστές που σκότωσα. Το σιδερένιο αυτό ρόπαλο είναι καλό όπλο και θα το έχω για πάντα. Περιφήτη, ευχαριστώ για το δώρο!

Στη συνέχεια, λίγο πριν φθάσει στην πόλη τον Αθηνών, ο Θησέας συναντά έναν αγριόχοιρο. Ο δρόμος είναι γεμάτος ακαθαρσίες και ο αγριόχοιρος έχει άγριες διαθέσεις και αρχίζει να κυνηγά τον Θησέα. Ο Θησέας, με το ρόπαλο του Περιφήτη, σκοτώνει τον αγριόχοιρο. Έτσι, απαλλάσσει την περιοχή από το ζώο που την λυμαινόταν.

Θησέας: Ευτυχώς που μέχρι τώρα δεν χρειάστηκε να λερώσω με αίμα το σπαθί του πατέρα!

Ο Θησέας συνέχισε τον δρόμο προς την Αθήνα. Πέρασε τις Αχαρνές και έφθασε σε ένα χωριουδάκι.

Εκεί συναντά μία γριούλα με ένα μπαστουνάκι που δυσκολεύεται να περπατήσει.

Θησέας: Πού πας γριά;

Γριά: Ποιος είσαι υιέ μου;

Θησέας: Λέγομαι Θησέας και πηγαίνω στην Αθήνα.

Γριά: Το όνομά μου είναι Εκάλη. Πάω στο σπίτι του υιού μου, για να τον δω. Το σπίτι είναι λίγο πιο κάτω.

Θησέας: Έλα εδώ γριά! Θα σε κουβαλήσω στην πλάτη μου! Μην φοβάσαι! Είμαι αρκετά δυνατός.

Έτσι, ο Θησέας μετέφερε τη γριά στον προορισμό της.

Γριά: Θησέα, υιέ μου, δεν έχω κάτι να σου δώσω και να στο ξεπληρώσω, αλλά για το καλό που μου έκανες θα σου πω κάτι. Δεν σε γνωρίζω, αλλά σου λέγω πως όταν φθάσεις στην Αθήνα θα μιλάνε όλοι για εσένα και τα κατορθώματά σου. Κάποτε θα φθάσεις πολύ ψηλά και θα ευτυχίσεις. Πρόσεχε, όμως, την αγνωμοσύνη!

Θησέας: Πού γνωρίζεις για τα κατορθώματά μου;

Η γριά δεν απάντησε, αλλά συνέχισε τον δρόμο της.

Η περιοχή αυτή έγινε αργότερα δήμος της Λεοντίδος φυλής της Αττικής και ονομάστηκε Εκάλη, από το όνομα της γριάς την οποία ο Θησέας βοήθησε.

Κεφάλαιο (Γ) Ο Θησέας στην Αθήνα

Τελικά ο Θησέας έφθασε στην Αθήνα όπου ήδη είχαν γίνει γνωστά τα κατορθώματά του με τους ληστές και τον κάπρο. Η γριά είχε δίκιο.

Στον δρόμο κάποιος περαστικός απευθύνει το λόγο στον Θησέα που στέκεται έξω από έναν ναό.

Βύρων (περαστικός): Ποιος είσαι εσύ; Δεν μου φαίνεσαι Αθηναίος.

Θησέας: Λέγομαι Θησέας και είμαι ξένος. Ήλθα στην Αθήνα για να συναντήσω τον πατέρα μου.

Βύρων: Ονομάζομαι Βύρων. Αυτές τις ημέρες λέγεται πως κάποιος ξένος με το όνομα Θησέας σκότωσε τους ληστές στον δρόμο από την Κόρινθο προς την Αθήνα και επίσης σκότωσε έναν αγριόχοιρο. Εσύ είσαι ένα αγόρι! Δεν μπορεί να είσαι εσύ! Εσύ είσαι μειράκιον!

Θησέας: Είμαι 16 ετών. Είμαι μείραξ, αλλά έχω την δύναμη ταύρου! Ναι! Εγώ έκανα όλα αυτά που λένε!

Ο Βύρων απευθύνεται σε δύο γνωστούς του που τυχαίνει να περνούν από εκεί.

Βύρων: Χαιρέα! Νικία! Αυτό το παιδί λέγει πως είναι ο Θησέας που σκότωσε τους ληστές και τον κάπρο!

Τότε μαζεύονται γύρω από τον Θησέα και άλλοι περαστικοί που ακούνε τα λόγια αυτά.

Χαιρέας: Δεν είναι δυνατόν να τα έκανες εσύ αυτά! Είσαι ένα αμούστακο αγόρι!

Ο Θησέας δείχνει το ρόπαλο του Περιφήτη.

Θησέας: Κοιτάξτε αυτό εδώ! Αυτό είναι το σιδερένιο ρόπαλο του ληστή Περιφήτη!

Οι περαστικοί κοιτούν με έκπληξη και θαυμασμό.

Χαιρέας: Πώς τα κατάφερες;

Νικίας: Οι ληστές ήταν μεγάλη πληγή. Εύγε!

Η φήμη του Θησέα εξαπλώθηκε σε όλη την Αθήνα. Ο Θησέας έμενε προσωρινά σε ένα πανδοχείο. Ο πατέρας του, Αιγέας, άκουσε και αυτός τα κατορθώματα του Θησέα, αλλά δεν ήξερε το όνομα του υιού του για να τον αναγνωρίσει.

Στην Ακρόπολη, στο παλάτι – στην αίθουσα του θρόνου, ο Αιγέας συνομιλεί με τη σύζυγό του Μήδεια.

Αιγέας: Μήδεια, διαδίδονται φήμες για κάποιον ονόματι Θησέα που βρίσκεται στην Αθήνα και λένε πως σκότωσε τους ληστές: Σίνη, Σκίρωνα, Προκρούστη, Περιφήτη, καθώς και έναν αγριόχοιρο.

Μήδεια: Ναι, άκουσα και εγώ τις φήμες. Ανησυχώ! Αυτός ο Θησέας είναι επικίνδυνο άτομο. Μπορεί να θέλει να πάρει τον θρόνο! Πρέπει με την κατάλληλη ευκαιρία να τον εξοντώσουμε! Κανένας δεν θα πάρει τον θρόνο!

Η Μήδεια αποσύρεται εμφανώς ταραγμένη. Στην αυλή του παλατιού συναντά τον υιό της Μήδο.

Μήδεια: Μήδε, υιέ μου, ανησυχώ για όλα αυτά που λέγονται για κάποιον Θησέα που σκότωσε τους ληστές στον δρόμο από την Κόρινθο προς την Αθήνα, και τώρα βρίσκεται εδώ!

Μήδος: Μητέρα, ίσως να θελήσει να πάρει τον θρόνο!

Μήδεια: Αυτό φοβάμαι και εγώ! Με την δύναμη που έχει είναι πολύ επικίνδυνος. Αλλά θα βρω τρόπο να τον σκοτώσω. Μην ανησυχείς Μήδε! Τον πατέρα σου θα τον διαδεχθείς μόνον εσύ και θα γίνεις ο επόμενος βασιλιάς της Αθήνας!

Η Μήδεια δείχνει στον Μήδο την Αθήνα από ψηλά, από το παλάτι που ήταν στην Ακρόπολη.

Μήδεια: Μήδε, την πόλη αυτή θα την βασιλέψεις εσύ!

Εν τω μεταξύ, ο Θησέας, καθώς περπατάει κάτω από την Ακρόπολη, συναντάει κάποιους εργάτες να χτίζουν έναν ναό.

Θησέας: Τι χτίζετε εσείς;

Εργάτης: Τον ναό του Απόλλωνα Δελφίνιου.

Κάποιος άλλος εργάτης: Αγόρι είσαι; Έτσι αμούστακο σε πέρασα για κορίτσι!

Οι εργάτες γελούν και κοροϊδεύουν τον Θησέα. Ο Θησέας νευριάζει και χωρίς να τους μιλήσει ξεπεζεύει έναν ταύρο από κάποιο άρμα που βρισκόταν εκεί δίπλα, τον αρπάζει με τα χέρια του, τον σηκώνει και τον πετάει προς το μέρος των εργατών! Ο ταύρος αφηνιασμένος τρέχει σκορπώντας τον τρόμο στους εργάτες!

Θησέας: Τώρα να ποιοι είναι κορίτσια!

Εργάτης: Μας συγχωρείς. Δεν θέλαμε να σε προσβάλλουμε. Απλά σε πειράζαμε. Είσαι πολύ δυνατός!

Την όλη σκηνή έτυχε να παρακολουθεί ο Αιγέας από το παλάτι του στην Ακρόπολη, κάτω από την οποία χτιζόταν ο ναός.

Αιγέας: Νεανία, έλα εδώ! Είμαι ο Αιγέας, ο βασιλιάς της Αθήνας! Εσύ ποιος είσαι και γιατί τρόμαξες τους εργάτες;

Θησέας: Ονομάζομαι Θησέας. Οι εργάτες πήραν το μάθημα που τους άξιζε, γιατί με χλεύαζαν. Τους απέδειξα την δύναμή μου.

Αιγέας: Την δύναμή σου θα την αποδείξεις και σε εμένα! Είσαι ο Θησέας για τα κατορθώματα του οποίου μιλάνε όλοι;

Θησέας: Εγώ είμαι αυτός!

Αιγέας: Θα το αποδείξεις αυτό! Θα σου αναθέσω έναν άθλο. Γνωρίζεις τις ιστορίες με τον Ηρακλή;

Θησέας: Έτυχε να γνωρίσω και τον ίδιο! Μάλιστα, γνώρισα και τον ανεψιό και σύντροφο στα κατορθώματά του, τον Ιόλαο.

Ο Αιγέας γελάει νομίζοντας πως ο νεαρός τον κοροϊδεύει.

Αιγέας: Για τον Ιόλαο άκουσα πως, μετά τον θάνατο του Ηρακλή, σκότωσε τον βασιλιά των Μυκηνών, Ευρυσθέα, που είχε καταταλαιπωρήσει τον Ηρακλή με τους 12 άθλους που του ανέθεσε. Ο Ιόλαος πέθανε αργότερα στη Σαρδηνία όπου ήταν αρχηγός μία αποικίας των Ηρακλειδών, δηλαδή των απογόνων του Ηρακλή που έγιναν ηγεμόνες των Ελλήνων.

Θησέας: Εγώ γνώρισα τον Ηρακλή και τον Ιόλαο όταν ήμουν τεσσάρων ετών. Δεν ήξερα ότι έχουν πεθάνει.

Αιγέας: Τέλος Πάντων. Θα έχεις ακούσει για τον ταύρο που τρομοκρατούσε τους κατοίκους της Κρήτης. Ο Ευρυσθέας ανέθεσε στον Ηρακλή να πιάσει τον ταύρο και να του τον φέρει μπροστά του. Ο Ηρακλής τα κατάφερε και όταν έφερε τον ταύρο στο παλάτι του Ευρυσθέα, αυτός τρόμαξε τόσο που κρύφτηκε μέσα σε ένα πιθάρι! Ο Ηρακλής μετά τον άθλο άφησε τον ταύρο ελεύθερο. Ο ταύρος πέρασε στην Αττική και τώρα τρομοκρατεί τους κατοίκους. Εσύ θα πιάσεις τον ταύρο αυτόν: τον Μαραθώνιο Ταύρο! Αν είσαι πράγματι ο Θησέας που λένε, τότε θα τα καταφέρεις!

Θησέας: Σίγουρα θα τον πιάσω και θα στον παραδώσω!

Αιγέας: Αν τα καταφέρεις, μην περιμένεις να κρυφτώ και εγώ μέσα σε κάποιο πιθάρι, σαν τον Ευρυσθέα! Θησέα, θα ξεκινήσεις αύριο το πρωί και θα πας στον Μαραθώνα. Εκεί βρίσκεται ο ταύρος τώρα.

Θησέας: Εντάξει. Θα τα ξαναπούμε βασιλιά μου!

Τη σκηνή παρακολουθεί η Μήδεια η οποία, όταν φεύγει ο Θησέας, πλησιάζει τον Αιγέα.

Μήδεια: Σας είδα από μακριά. Ο Θησέας ήταν αυτός;

Αιγέας: Ναι.

Μήδεια: Και τον άφησες να ξεφύγει;

Αιγέας: Μην ανησυχείς! Του ανέθεσα, ως άθλο, να πιάσει τον Μαραθώνιο Ταύρο! Ο νεαρός είναι αδύνατον να καταφέρει να δαμάσει και να πιάσει τον ταύρο. Μόνον ο Ηρακλής θα μπορούσε να τα καταφέρει πάλι!

Ο Θησέας φθάνει στον Μαραθώνα. Εκεί ρωτάει κάποιους χωρικούς που του υποδεικνύουν την περιοχή που βρίσκεται ο ταύρος. Ο Θησέας πλησιάζει τον μαινόμενο ταύρο. Ο ταύρος ορμάει καταπάνω του. Ο Θησέας ξεφεύγει και τον αρπάζει από τα κέρατα. Ο ταύρος δεν μπορεί να κινηθεί και ωρύεται. Έπειτα από λίγο ο ταύρος ηρεμεί. Ο Θησέας τον δένει με ένα σκοινί που του φέρνει κάποιος βοσκός και τον πηγαίνει στον βασιλιά ο οποίος τα χάνει όταν τον βλέπει στην αυλή του παλατιού.

Θησέας: Βασιλιά, να ο ταύρος που μου ζήτησες να σου φέρω! Στον προσφέρω να τον θυσιάσεις στον Απόλλωνα!

Αιγέας: Δεν το περίμενα να τα καταφέρεις!

Εκείνη τη στιγμή η Μήδεια πλησιάζει τους δύο άνδρες.

Μήδεια: Είσαι ο Θησέας, έτσι δεν είναι; Είμαι η Μήδεια, η σύζυγος του βασιλιά. Έχω ακούσει για εσένα… Βλέπω κατάφερες να πιάσεις τον Μαραθώνιο Ταύρο.

Μήδεια (προς τον Αιγέα): Αιγέα, μπορώ να σου πω κάτι ιδιαιτέρως;

Αιγέας: Ναι.

Η Μήδεια ψιθυρίζει στο αυτί του Αιγέα.

Μήδεια: Έχω μία καλή ιδέα! Θα καλέσεις σε γεύμα τον Θησέα και εκεί θα τον δηλητηριάσουμε!

Αιγέας: Εντάξει!

Αιγέας: Θησέα, η γυναίκα μου Μήδεια έχει μία καλή ιδέα. Με συμβούλεψε, για να σου ανταποδώσω το καλό που έκανες στην πόλη με τον άθλο σου, να μας τιμήσεις στο τραπέζι μας.

Θησέας: Με μεγάλη μου ευχαρίστηση βασιλιά! Άλλωστε μου άνοιξε η όρεξη με το να κουβαλάω τον ταύρο!

Αιγέας: Οι υπηρέτες μου θα σε οδηγήσουν σε κάποιο δωμάτιο για να πλυθείς, να φορέσεις καλά ρούχα και, όταν είναι έτοιμο το τραπέζι, θα σε οδηγήσουν στην τραπεζαρία για να φας μαζί μας.

Έτσι και έγινε. Ο Θησέας πλύθηκε, ντύθηκε και ένας υπηρέτης τον οδήγησε στην τραπεζαρία όπου τον περίμενε ο Αιγέας και η Μήδεια. Η Μήδεια, όμως, είχε ρίξει δηλητήριο στο κρασί του Θησέα.

Αιγέας (υποδεχόμενος τον Θησέα): Χαίρε Θησέα! Κάθισε στο τραπέζι μας. Σήμερα το φαγητό είναι ξιφίας εν τρίμματι συκαμινίω, δηλαδή ξιφίας με σάλτσα από μούρα, και το τιμώμενο πρόσωπο είσαι εσύ!

Θησέας: Μεγάλη μου τιμή!

Ο Θησέα κάθεται και αρχίζουν να τρώγουν. Τη στιγμή που ο Θησέας φέρει το ποτήρι με το δηλητηριασμένο κρασί στα χείλη του, ο Αιγέας παρατηρεί πως το ξίφος του Θησέα ήταν το δικό του! Τότε ο Αιγέας με μία αστραπιαία κίνηση πετά το ποτήρι του Θησέα.

Θησέας: Τι συμβαίνει βασιλιά;

Αιγέας: Πού το βρήκες το σπαθί αυτό;

Θησέας: Είναι του πατέρα μου. Όταν ήμουν μωρό το έκρυψε κάτω από έναν βράχο μαζί με τα σανδάλια αυτά που φοράω. Πριν ο πατέρας μου φύγει, άφησε εντολή στη μητέρα μου πως όταν ενηλικιωθώ και καταφέρω να κυλήσω τον βράχο και να πάρω το ξίφος και τα σανδάλια, τότε θα είμαι έτοιμος να αναζητήσω τον πατέρα μου που βρίσκεται εδώ στην Αθήνα. Τελικά ενηλικιώθηκα, κύλησα τον βράχο, πήρα το ξίφος και τα σανδάλια του πατέρα μου και ήλθα στην Αθήνα. Όμως, ακόμα δεν έχω βρει τον πατέρα μου...

Αιγέας: Μήπως η μητέρα σου λέγεται Αίθρα και ο παππούς σου είναι ο Πιτθέας, ο βασιλιάς της Τροιζήνας;

Θησέας (έκπληκτος): Ναι! Μεγάλωσα στην Τροιζήνα με τη μητέρα μου Αίθρα και τον παππού μου Πιτθέα.

Αιγέας: Υιέ μου, είμαι ο πατέρας σου! Σε απέκτησα με την Αίθρα, αλλά λίγο μετά τη γέννησή σου χωρίσαμε, όταν γνώρισα την Μήδεια.

Αιγέας: Εγώ άφησα το ξίφος και τα σανδάλια κάτω από τον βράχο στην Τροιζήνα. Είναι δικά μου! Περίμενα τόσα χρόνια τη στιγμή που θα κατάφερνες να κυλίσεις τον βράχο, να πάρεις το σπαθί και τα σανδάλια μου και να έλθεις στην Αθήνα να με βρεις!

Θησέας: Πατέρα!

Πατέρας και υιός αγκαλιάζονται. Η Μήδεια τους παρακολουθεί έκπληκτη.

Αιγέας (προς την Μήδεια): Μήδεια, ύαινα! Ήθελες να δηλητηριάσουμε τον Θησέα για να μην μου πάρει τον θρόνο. Να δηλητηριάσω τον ίδιο μου τον υιό!

Η Μήδεια σηκώνεται εκνευρισμένη και φεύγει χωρίς να μιλήσει.

Αιγέας: Φρουροί! Ελάτε εδώ!

Το δωμάτιο γεμίζει φρουρούς.

Φρουρός: Τι συμβαίνει βασιλιά! Σε απείλησε αυτός ο νέος; Να τον συλλάβουμε;

Αιγέας: Να συλλάβετε τον υιό μου;

Όλοι οι φρουροί παγώνουν με την φράση που ξεστόμισε ο βασιλιάς.

Αιγέας: Να ηχήσουν αμέσως οι σάλπιγγες και να μαζευτεί ο λαός της Αθήνας για να του παρουσιάσω τον υιό μου και διάδοχο του θρόνου!

Έτσι και έγινε. Από τον βράχο της Ακρόπολης οι σαλπιγκτές ξεσήκωσαν τον λαό της Αθήνας που μαζεύτηκε στην Ακρόπολη, στο παλάτι. Εκεί ο Αιγέας παρουσίασε στους Αθηναίους τον υιό του.

Αιγέας: Λαέ της Αθήνας! Έπειτα από 16 χρόνια συναντώ τον υιό μου! Σας παρουσιάζω τον Θησέα. Ήδη τα κατορθώματά του με τους ληστές, τον κάπρο και τον Μαραθώνιο Ταύρο σας είναι γνωστά. Είμαι υπερήφανος που ο υιός μου είναι ένας ήρωας για τον οποίον όλοι μιλάνε. Ο υιός μου θα είναι και ο διάδοχος του θρόνου!

Όταν το ακούει αυτό η Μήδεια, παίρνει τον Μήδο και φεύγουν μακριά με το ιπτάμενο όχημά της.

Η Μήδεια και ο Μήδος αναχωρούν με το ιπτάμενο όχημά της και φθάνουν στο βορειοδυτικό Ιράν. Η χώρα από τον Μήδο, τον υιό της Μήδειας και γενάρχη των Μήδων, ονομάστηκε Μηδία. Η Μήδεια έζησε στην Μηδία και στο τέλος η ψυχή της πήγε στα Ηλύσια Πεδία, έναν τόπο όπου πήγαιναν οι ψυχές των ενάρετων ανθρώπων, ηρώων και ημίθεων. Ο τόπος αυτός βρισκόταν στον Ατλαντικό και είχε αιώνια άνοιξη, λίμνες, λουλούδια και δένδρα. Ο ουρανός φωτιζόταν από λαμπερά αστέρια και έλαμπε και ένας φωτεινός ήλιος. Οι ψυχές ζούσαν μακάρια εκεί. Αντιθέτως, οι ψυχές των αμαρτωλών ρίχνονταν στα Τάρταρα που ήταν σκοτεινή άβυσσος, βαθύτερη από τον Άδη. Εκεί τους περίμενε η αιώνια τιμωρία.

Στην Αθήνα, ο Θησέας και ο Αιγέας είναι στην Ακρόπολη και συνομιλούν.

Θησέας: Πατέρα, μίλησέ μου για τους προγόνους μου.

Αιγέας: Εγώ είμαι υιός του Πανδίονα. Ο Πανδίων ήταν υιός του Εριχθονίου ο οποίος ήταν βασιλιάς της Αθήνας. Ο Εριχθόνιος είχε και έναν άλλο υιό: τον Ερεχθέα. Ο Ερεχθέας διαδέχθηκε στον θρόνο τον Ερυσίχθονα, τον υιό του Κέκροπα. Ο Κέκροπας ήταν ο ιδρυτής, ο πρώτος βασιλιάς και ο πρώτος νομοθέτης της Αθήνας η οποία αρχικά ονομαζόταν από αυτόν Κεκροπία, πριν πάρει το όνομά της από την Αθηνά. Ο θείος μου Ερεχθέας, ως βασιλιάς, προσέφερε πολλά στην Αθήνα. Ίδρυσε την εορτή των Παναθηναίων, καθιέρωσε τα Ελευσίνια Μυστήρια, πρώτος καθιέρωσε τη χρησιμοποίηση νομισμάτων και επίσης επινόησε το τέθριππον, άρμα που το σέρνουν 4 άλογα. Οι Αθηναίοι τίμησαν τον Κέκροπα και τον Ερεχθέα φτιάχνοντας δύο ναούς, τον έναν δίπλα από τον άλλον: το Κεκρόπειο και το Ερέχθειο. Να τα Θησέα!

Ο Αιγέας δείχνει τους δύο ναούς στην Ακρόπολη.

Θησέας: Πατέρα, μίλησέ μου για την Μήδεια, τη σύζυγό σου.

Αιγέας: Η Μήδεια ήθελε να σε σκοτώσει για να μην χάσει τον θρόνο ο υιός της. Τελικά, δεν τα κατάφερε. Έμαθα σήμερα πως έφυγε για πάντα από την Αθήνα και έτσι δεν θα την ξαναδούμε. Θα σου πω, όμως, την ιστορία της. Η Μήδεια είναι κόρη του βασιλιά της Κολχίδος, Αιήτη, και της Ειδυίας. Η Κολχίδα είναι περιοχή ανατολικά της Μαύρης Θάλασσας και νότια του Καυκάσου. Ο Ιάσων, με τους Αργοναύτες, ξεκίνησε από την Ιωλκό της Θεσσαλίας για να πάρει από την Κολχίδα το χρυσόμαλλο δέρας, και τα κατάφερε. Όμως, ερωτεύτηκε την Μήδεια που παράτησε τον πατέρα της και έφυγε με τους Αργοναύτες. Καθώς έφευγαν, η Μήδεια σκότωσε και κομμάτιασε τον αδελφό της Άψυρτο και πέταγε από το πλοίο των Αργοναυτών τα μέλη του στην θάλασσα, για να καθυστερήσει τον πατέρα της που τους κυνηγούσε με το πλοίο του. Στην Κρήτη η Μήδεια με τέχνασμα εξουδετέρωσε το χάλκινο ανθρωποειδές μηχάνημα με το όνομα Τάλως. Ο Τάλως ήταν ένα τεράστιο χάλκινο ανθρωποειδές κατασκεύασμα. Ο βασιλιάς της Κρήτης, Μίνωας, είχε αναθέσει στον Τάλω την περιφρούρηση του νησιού. Ο Τάλως γυρνούσε, ως περιπολία, 3 φορές την ημέρα την Κρήτη. Έριχνε τεράστιους βράχους στα εχθρικά πλοία και σκότωνε με ηλεκτρική εκκένωση τους εχθρούς του, αρπάζοντάς τους στην πυρακτωμένη του αγκαλιά. Ήταν άτρωτος. Είχε ένα σωληνάκι που εκτεινόταν από το λαιμό ως τον αστράγαλό του. Στο σωληνάκι αυτό κυκλοφορούσε το υγρό ``ιχώρ΄΄ που ήταν το αίμα που έρρεε και στις φλέβες των θεών. Στον αστράγαλο του Τάλου υπήρχε μία βαλβίδα. Ο Τάλως εξουδετερώθηκε όταν η Μήδεια τρύπησε το σωληνάκι στον αστράγαλο του Τάλου και χύθηκε το ιχώρ που του έδιδε ενέργεια. Η Μήδεια και ο Ιάσων τελικά επέστρεψαν στην Ιωλκό και από εκεί κατέληξαν τελικά στην Κόρινθο, στην αυλή του βασιλιά Κρέοντα. Όμως, ο Ιάσων ερωτεύτηκε την κόρη του βασιλιά, Γλαύκη. Όταν η Μήδεια έμαθε για τη σχέση τους, σκότωσε την Γλαύκη και τον Κρέοντα με ένα πέπλο που έδωσε ως δώρο στη Γλαύκη και το οποίο πυρακτώθηκε όταν αυτή το φόρεσε. Η Μήδεια για εκδίκηση σκότωσε και τα δύο παιδιά που είχαν αποκτήσει με τον Ιάσονα: τον Φέρη και τον Μέρμερο. Τελικά, η Μήδεια με ιπτάμενο όχημα έφθασε στην Αθήνα. Εδώ γνωριστήκαμε, παντρευτήκαμε και αποκτήσαμε και έναν υιό, τον Μήδο, που είναι ετεροθαλής αδελφός σου! Όμως, η Μήδεια τελικά αποδείχτηκε ύαινα, φίδι! Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν ο θρόνος για τον υιό της. Ευτυχώς, απαλλαχθήκαμε από την παρουσία τους. Άλλωστε, είχαν καταλάβει πως ήταν ανεπιθύμητοι μετά τα τελευταία γεγονότα.


Κεφάλαιο (Δ) Θησέας και Μινώταυρος

Ο Θησέας και ο Αιγέας, μετά τη συνάντησή τους, προσπάθησαν να αναπληρώσουν τα 16 ολόκληρα χρόνια που έχασαν ως πατέρας και υιός. Συζητούσαν για ώρες μαζί, τόσο για τους προγόνους τους, όσο για την γενέτειρα πόλη. Ο καιρός περνούσε και ο Θησέας έφθασε στην ηλικία των 18 ετών. Κάποια ημέρα η συζήτηση πήγε στον Μινώταυρο.

Αιγέας: Θησέα, θα σου μιλήσω για τον Μίνωα, τον βασιλιά της Κρήτης.

Θησέα: Τον έχω ακουστά. Η Κρήτη είναι μεγάλη δύναμη στην θάλασσα.

Αιγέας: Πράγματι, οι Κρήτες έχουν φθάσει με τα καράβια τους στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και σε πολλά άλλα μέρη. Επίσης, έχουν ταξιδέψει στην Ασία και έχουν επισκεφτεί άγνωστα μέρη στην Περσία.

Θησέας: Τι σχέσεις έχει ο Μίνωας με την Αθήνα.

Αιγέας: Όχι τις καλύτερες! Πριν κάποια χρόνια ο υιός του Μίνωα και της Πασιφάης, ο Ανδρόγεως ή αλλιώς Ευρυγύης, έλαβε μέρος στους Παναθηναϊκούς Αγώνες και νίκησε. Όμως, κάποιοι αθλητές ένιωσαν πολύ ταπεινωτικά εξαιτίας της ήττας τους από τον Ανδρόγεω και τον σκότωσαν. Ο Μίνωας, όταν το έμαθε, έγινε έξαλλος. Κατηγόρησε εμένα ως τον δολοφόνο του υιού του. Με το στόλο του απέκλεισε τον Πειραιά, το λιμάνι της Αθήνας. Ο Μίνωας με το στρατό του πολιόρκησε την Ακρόπολη. Εμείς αντισταθήκαμε. Η πολιορκία κράτησε 6 εβδομάδες. Ο στρατός μας δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την πολιορκία και τελικά έγιναν διαπραγματεύσεις με τον Μίνωα που έθεσε έναν και μοναδικό όρο για να λύσει την πολιορκία.

Θησέας: Ποιος ήταν ο όρος αυτός, πατέρα;

Αιγέας: Η πόλη μας να στέλνει κάθε 7 χρόνια 14 νέους, 7 αγόρια και 7 κορίτσια, στην Κρήτη. Οι 14 νέοι θα κατέληγαν στον λαβύρινθο όπου θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον τρομερό Μινώταυρο. Όσοι κατάφερναν να βγουν, θα επέστρεφαν χωρίς να τους πειράξει κανένας. Αυτοί ήταν οι όροι του Μίνωα. Αναγκάστηκα να τους δεχθώ και έτσι λύθηκε η πολιορκία. Έκτοτε κάθε 7 έτη στέλνουμε 14 νέους που θυσιάζονται στον Μινώταυρο.

Θησέας: Μα είπες πατέρα πως όσοι ξεφεύγουν από τον Μινώταυρο και βρίσκουν την έξοδο του λαβυρίνθου, γλιτώνουν.

Αιγέας: Δυστυχώς, μέχρι τώρα ούτε ένας νέος δεν έχει καταφέρει να γλιτώσει. Ακόμα και αν κάποιος καταφέρει να σκοτώσει τον Μινώταυρο, είναι αδύνατον να βγει από τον δαιδαλώδη λαβύρινθο. Έτσι, οι νέοι μας σκοτώνονται από τον Μινώταυρο που είναι ανίκητος.

Θησέας: Μίλησέ μου για τον Μινώταυρο.

Αιγέας: Είναι υιός της Πασιφάης, της γυναίκας του Μίνωα. Είναι ένας γιγαντόσωμος άνδρας που όταν φθάνουν οι νέοι μας στην Κρήτη τους περιμένει μέσα στον λαβύρινθο. Φοράει στο κεφάλι μάσκα ταύρου και αυτό τον κάνει να μοιάζει τρομερός. Είναι οπλισμένος με τόξο και σκοτώνει με βέλη τους νέους μας.

Θησέας: Και πώς ο Μινώταυρος καταφέρνει να βγει από τον λαβύρινθο;

Αιγέας: Τον λαβύρινθο τον έχει κατασκευάσει ο Δαίδαλος και το σχέδιο κατασκευής το γνωρίζει ο Μίνωας ο οποίος το έχει δώσει στον Μινώταυρο. Έτσι, ο Μινώταυρος καταφέρνει και βρίσκει την έξοδο του λαβυρίνθου, γνωρίζοντας το σχέδιο κατασκευής του.

Θησέας: Ανέφερες κάποιον Δαίδαλο. Ποιος είναι αυτός;

Αιγέας: Ο Δαίδαλος γεννήθηκε στην Αθήνα και καταγόταν από την βασιλική γενιά του θείου μου του Ερεχθέα. Αργότερα εξορίστηκε στην Κρήτη όπου εργάστηκε ως μηχανικός. Εφηύρε διάφορα εργαλεία γλυπτικής και αρχιτεκτονικής και ασχολήθηκε, επίσης, με την ναυπηγική. Γενικά, κατασκεύαζε διάφορα μηχανήματα. Στην Κρήτη αυτός κατασκεύασε και τον λαβύρινθο που είναι ένα κτίσμα με λαβυρινθώδη αρχιτεκτονική διάταξη από το οποίο όποιος μπαίνει είναι αδύνατον να βγει, αν δεν ξέρει την διαδρομή.

Αιγέας: Σε δύο ημέρες συμπληρώνονται 7 έτη από την τελευταία αποστολή 14 νέων μας στην Κρήτη. Με άλλα λόγια, σε δύο ημέρες πρέπει πάλι να στείλουμε 14 νέους στην Κρήτη να θυσιαστούν...

Θησέας: Αυτό πρέπει να σταματήσει! Πατέρα, πώς μπορείς και ανέχεσαι την θυσία 14 νέων της πόλης μας;

Αιγέας: Δυστυχώς, η Κρήτη είναι ισχυρή δύναμη και δεν θα διακινδύνευα νέο πόλεμο μαζί της, γιατί τότε τα θύματα θα ήταν πολλαπλάσια από 14!

Θησέας: Τότε μία λύση υπάρχει: στο ταξίδι αυτό θα πάω και εγώ και θα σκοτώσω τον Μινώταυρο όπως σκότωσα τους ληστές!

Αιγέας: Δεν θα σε αφήσω να πας! Δεν το δέχομαι! Δεν θα σε χάσω τώρα που σε βρήκα!

Θησέας: Πατέρα, δεν ακούω τίποτα! Δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη ότι και αν πεις. Η αγωνία σου για εμένα πρέπει να αντικατασταθεί με την προσδοκία και την πίστη ότι θα νικήσω τον Μινώταυρο και θα απαλλάξω την πόλη μας από τον τρομερό αυτό φόρο αίματος.

Αιγέας: Κατάλαβα ότι δεν μπορώ να σε εμποδίσω... Αν τα καταφέρεις, τότε θα έχεις κάνει τον μεγαλύτερο άθλο σου και μάλιστα στα 18 σου χρόνια!

Η ημέρα της αποστολής των 14 νέων στην Κρήτη έφθασε. Είναι πρωί. Ο λαός της Αθήνας είναι μαζεμένος στο λιμάνι του Πειραιά και ήδη πενθεί τον σίγουρο χαμό των 14 νέων που ετοιμάζονται να φύγουν. Ακόμα και το πλοίο που θα μεταφέρει τους 14 νέους είναι πένθιμο, έχει μαύρα ιστία, προδικάζοντας την τύχη τους. Ο Αιγέας μιλάει στο λαό.

Αιγέας: Λαέ των Αθηνών! Μην μοιρολογείτε ακόμα για τους 14 αυτούς νέους. Στο ταξίδι αυτό ένας από τους νέους θα είναι ο υιός μου Θησέας!

Ακούγεται ένα βουητό έκπληξης από το λαό.

Θησέας: Μην ανησυχείτε! Γνωρίζετε τα κατορθώματά μου. Θα προσθέσω άλλο ένα! Θα σκοτώσω τον Μινώταυρο και θα απαλλάξω την πόλη από την θυσία των 14 νέων μας.

Ακούγεται ένα επιφώνημα έκπληξης από το λαό.

Θησέας: Δεν θέλω να φοβάστε! Σας υπόσχομαι πως θα βγω νικητής!

Εύρυτος (κυβερνήτης του πλοίου που θα ταξιδέψει στην Κρήτη με τους 14 νέους): Βασιλιά, έχουμε ούριο άνεμο και πρέπει να ξεκινήσουμε. Ότι είναι να γίνει, ας γίνει!

Αιγέας: Εύρυτε και Θησέα, ακούστε με προσεκτικά. Αν ο Θησέας καταφέρει και νικήσει τον Μινώταυρο, τότε να σηκώσετε λευκά ιστία όταν επιστρέψετε. Όμως, αν δεν τα καταφέρει και σκοτωθεί, τότε αφήστε τα μαύρα ιστία στο καράβι – όπως είναι τώρα. Δεν αντέχω την αγωνία! Θα αγναντεύω καθημερινά από το Σούνιο για να δω με τι πανιά θα επιστρέψει το καράβι σας…

Θησέας: Πατέρα, σταμάτα να ανησυχείς και ευχήσου μου τη νίκη!

Αιγέας: Έχεις την ευχή μου, υιέ μου.

Το καράβι με τα μαύρα πανιά αναχωρεί για την Κρήτη. Οι Αθηναίοι χαιρετάνε τους 14 νέους, αλλά αυτή την φορά όχι με οδυρμό, αλλά με χρωματισμένη στα μάτια τους την ελπίδα πως το μαρτύριο θα σταματήσει. Υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία...

Το ταξίδι είναι μακρύ. Οι κωπηλάτες κωπηλατούν υπό τον ρυθμό ενός τυμπάνου που παίζει τυμπανιστής. Ο Εύρυτος, με τα ναυτικά του όργανα και τους χάρτες του, σχεδιάζει την πορεία του πλοίου. Στο κατάστρωμα οι νέοι και οι νέες στέκονται λυπημένοι, με τον φόβο του θανάτου στα μάτια τους. Ο Θησέας προσπαθεί να τους καθησυχάσει.

Θησέας: Μην φοβάστε! Θα σκοτώσω τον Μινώταυρο! Σας το υπόσχομαι!

Το βράδυ το πλοίο σταματά στη Μήλο για ανεφοδιασμό και για να ξεκουραστούν οι κωπηλάτες. Τελικά το καράβι φθάνει στην Κρήτη. Κρήτες στρατιώτες περιμένουν στο λιμάνι τους 14 νέους και τους συνοδεύουν από το λιμάνι στην Κνωσό, στο τετραώροφο παλάτι του Μίνωα. Ο Θησέας φέρει το σπαθί του όπως και τα άλλα 7 αγόρια. Ο Μίνωας περιμένει στο παλάτι τους νέους. Μαζί με τον Μίνωα είναι η Πασιφάη και η κόρη τους, η Αριάδνη.

Φρούραρχος: Βασιλιά, αυτοί είναι οι 14 νέοι από την Αθήνα.

Μίνωας: Ξέρω… Να τους πάτε στον λαβύρινθο.

Θησέας: Μια στιγμή!

Μίνωας: Ποιος στο καλό είσαι εσύ:

Θησέας: Είμαι ο Θησέας, ο υιός του Αιγέα, του βασιλιά της Αθήνας.

Με την δήλωση αυτή ακούγεται ένα επιφώνημα θαυμασμού από τον κόσμο που βρίσκεται στην αίθουσα του παλατιού.

Μίνωας: Απίστευτο! Ο Αιγέας είναι τόσο άκαρδος που θυσιάζει τον υιό του ή μήπως μωράθηκε από την ηλικία;

Θησέας: Πρόσεχε πως μιλάς για τον πατέρα μου! Γνωρίζω όλη την ιστορία. Ήλθα να σκοτώσω τον Μινώταυρο!

Πάλι ακούγεται ένα επιφώνημα θαυμασμού από τον κόσμο που βρίσκεται στην αίθουσα του παλατιού. Ο Μίνωας γελάει.

Μίνωας (γελώντας): Εσύ είσαι παιδί ακόμα!

Θησέας: Είμαι 18 ετών!

Μίνωας: Άκουσε νεαρέ μου. Καταρχάς, μου κάνει εντύπωση το θάρρος σου, αλλά σε αυτήν την ηλικία σε δικαιολογώ! Τα μυαλά σου είναι έξω από το κεφάλι σου! Δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσεις.

Μίνωας (προς τους φρουρούς του): Φρουροί! Οδηγήστε τους Αθηναίους στον λαβύρινθο.

Θησέας: Και αν τα καταφέρω, Μίνωα;

Μίνωας (γελώντας): Τότε θα σε αφήσω να επιστρέψεις στον πατέρα σου!

Οι νέοι οδηγούνται στο λαβύρινθο. Όμως, η Αριάδνη, η κόρη του Μίνωα γοητεύεται από το θάρρος και την δύναμη του νεαρού βασιλόπουλου. Έτσι, η Αριάδνη κρύβεται στην είσοδο του λαβυρίνθου, πριν φθάσουν οι φρουροί με τους 14 Αθηναίους. Οι φρουροί εξαναγκάζουν τους νέους να μπουν στο λαβύρινθο και μετά φεύγουν και μένει στην είσοδο ένας φρουρός. Μόλις μπαίνει ο Θησέας, τελευταίος, η Αριάδνη τον αναγνωρίζει και του ψιθυρίζει...

Αριάδνη: Θησέα! Είμαι η Αριάδνη!

Θησέας: Σε είδα πριν! Είσαι η κόρη του Μίνωα! Τι γυρεύεις εδώ; Φύγε! Είναι επικίνδυνα!

Αριάδνη: Άκουσέ με προσεχτικά! Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο! Θα σε βοηθήσω να γλιτώσεις από τον Μινώταυρο και να βγεις από τον λαβύρινθο! Πάρε αυτό το κουβάρι. Θα το ξετυλίγεις συνεχώς. Αν καταφέρεις να σκοτώσεις τον Μινώταυρο θα ακολουθήσεις το μίτο και θα βρεις τον δρόμο της επιστροφής και τελικά την έξοδο του λαβυρίνθου, φθάνοντας στην άκρη του νήματος!

Θησέας: Αριάδνη σε ευχαριστώ! Θα με περιμένεις όταν βγω;

Αριάδνη: Θα σε περιμένω κρυμμένη εδώ στην είσοδο.

Θησέας: Και ο φρουρός έξω από την είσοδο;

Αριάδνη: Αν με αντιληφθεί θα βρω κάποια δικαιολογία...

Θησέας: Να με περιμένεις!

Ο Θησέας φιλάει αυθόρμητα την Αριάδνη.

Αριάδνη: Είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρεις!

Μέσα στον λαβύρινθο οι 14 νέοι χάνονται στους διαδρόμους. Ο Μινώταυρος γνωρίζει τους διαδρόμους του λαβυρίνθου και στήνει ενέδρα στους νέους. Εμφανίζεται ξαφνικά και με τα βέλη του σκοτώνει 2 αγόρια. Στη συνέχεια οι νέοι, που αρχικά ήταν μαζί, τρέπονται σε φυγή και χάνουν την επαφή μεταξύ τους. Ο Μινώταυρος σκοτώνει άλλα 2 αγόρια και 2 κορίτσια. Ο Θησέας περπατά τελευταίος, αφού καθυστέρησε να πάει με τους άλλους – εξαιτίας της συνομιλίας του με την Αριάδνη. Ο Μινώταυρος με τα βέλη του σκοτώνει και τους υπόλοιπους νέους. Μένει μόνον ο Θησέας που φθάνει στα βάθη του λαβυρίνθου, ξετυλίγοντας συγχρόνως το κουβάρι – όπως τον συμβούλεψε η Αριάδνη. Ο Μινώταυρος έχει μετρήσει τα θύματά του και αντιλαμβάνεται πως λείπει ένα αγόρι.

Μινώταυρος: Σκότωσα 13. Λείπει ένα αγόρι!

Μινώταυρος (φωνάζει): Πού είσαι; Ξέρω πως είσαι μέσα! Δεν θα ξεφύγεις!

Θησέας: Εδώ είμαι! Έλα να με πιάσεις!

Ο Μινώταυρος πλησιάζει το μέρος του διαδρόμου που ακούγεται η φωνή. Καθώς πλησιάζει, ο Θησέας πετάει μία πέτρα πίσω του. Ο Μινώταυρος γυρίζει και ο Θησέας τρέχει να τον αιφνιδιάσει. Όμως, ο Μινώταυρος τον καταλαβαίνει. Ακολουθεί πάλη. Το σπαθί του Θησέα πέφτει από τα χέρια του. Τελικά ο Θησέας καταφέρνει να πιάσει το ξίφος του και με μία αστραπιαία κίνηση το καρφώνει στο στήθος του Μινώταυρου που πέφτει νεκρός. Στη συνέχεια ο Θησέας μαζεύει το μίτο που είχε ξετυλίξει και έτσι φθάνει στην έξοδο όπου τον περιμένει η Αριάδνη.

Αριάδνη: Θησέα! Το ήξερα πως θα τα καταφέρεις!

Θησέας: Είμαι ο μόνος που επέζησε! Σκότωσα τον Μινώταυρο!

Εκείνη τη στιγμή ακούει τις ομιλίες τους ο φρουρός και μπαίνει στην είσοδο του λαβυρίνθου να δει τι συμβαίνει. Ο Θησέας αναγκάζεται να τον σκοτώσει.

Αριάδνη: Πέρασε αρκετή ώρα. Ο πατέρας μου ήδη θα έχει αντιληφθεί την απουσία μου! Σε λίγο θα έλθουν οι στρατιώτες! Μόλις ο πατέρας μου βρει τον Μινώταυρο νεκρό, θα καταλάβει ότι σε βοήθησα!

Θησέας: Μία λύση υπάρχει: θα έλθεις μαζί μου για να γλιτώσεις την τιμωρία του πατέρα σου και την οργή της μητέρας σου για τον θάνατο του υιού της. Θα πάρουμε το άλογο του νεκρού στρατιώτη και θα πάμε κατευθείαν στο λιμάνι, πριν φθάσουν οι στρατιώτες! Εκεί βρίσκεται το καράβι μας με τους κωπηλάτες και τον πλοίαρχό μας, Εύρυτο.

Ο Θησέας και η Αριάδνη παίρνουν το άλογο και κατευθύνονται προς το λιμάνι. Εν τω μεταξύ οι στρατιώτες φθάνουν στο λαβύρινθο όπου βρίσκουν νεκρό τον σύντροφό τους στην είσοδο. Αμέσως σημαίνει συναγερμός. Οι στρατιώτες επιστρέφουν γρήγορα στο παλάτι και ενημερώνουν τον βασιλιά που σπεύδει στο λαβύρινθο, μπαίνει μέσα – γνωρίζοντας το σχέδιο κατασκευής του – και βρίσκει νεκρό τον Μινώταυρο. Τότε καλεί τους στρατιώτες να μετρήσουν τα πτώματα των νέων. Οι φρουροί βρίσκουν πως λείπει το πτώμα ενός αγοριού.

Φρουρός: Μετρήσαμε τους νεκρούς. Ένα αγόρι λείπει!

Μίνωας: Σίγουρα είναι ο Θησέας! Αυτός σκότωσε τον Μινώταυρο!

Μίνωας: Άχρηστοι! Πώς αφήσατε να ξεφύγει;

Ο Μίνωας επιστρέφει στο παλάτι όπου τον συναντάει η γυναίκα του με ζωγραφισμένη την αγωνία στο πρόσωπό της.

Πασιφάη: Μίνωα, η Αριάδνη λείπει εδώ και πολύ ώρα! Μία υπηρέτρια την είδε να βγαίνει μόνη της από το παλάτι. Ανησυχώ!

Μίνωας: Γυναίκα, ο υιός σου Μινώταυρος είναι νεκρός! Τον σκότωσε ο Θησέας. Και φοβάμαι πως πήρε μαζί του την κόρη μας!

Η Πασιφάη συγκλονίζεται από αυτά που ακούει.

Μίνωας (προς τους στρατιώτες): Στρατιώτες, σημάνετε συναγερμό και αμέσως με τα άλογά σας προφθάστε στο λιμάνι τον Θησέα, να μην προλάβει να φύγει με το καράβι. Τον θέλω ζωντανό!

Οι στρατιώτες φθάνουν στο λιμάνι, αλλά το καράβι έχει ήδη σαλπάρει. Οι στρατιώτες αντικρίζουν στο κατάστρωμα την Αριάδνη με τον Θησέα. Στη συνέχεια επιστρέφουν στο παλάτι του Μίνωα.

Φρούραρχος: Βασιλιά, δυστυχώς δεν προλάβαμε! Το καράβι σάλπαρε και μέσα ήταν η κόρη σου με τον Θησέα! Θες να συγκληθεί πολεμικό συμβούλιο για να επιτεθούμε στην Αθήνα;

Μίνωας: Όχι… Είπα στον Θησέα πως αν κατάφερνε να σκοτώσει τον Μινώταυρο θα τον άφηνα να φύγει. Ανησυχούσα για την κόρη μου, αλλά δεν φαίνεται να την απήγαγε. Μάλλον θα τον βοήθησε να βγει από το λαβύρινθο. Όμως, αυτός που έχει τα σχέδια κατασκευής του λαβυρίνθου, εκτός από τον Μινώταυρο, είμαι μόνον εγώ και ο κατασκευαστής του: ο Δαίδαλος. Αυτός πρόδωσε τη μυστική διαδρομή! Να συλλάβετε αμέσως τον Δαίδαλο και τον υιό του και να τους ρίξετε στην φυλακή!

Ο Δαίδαλος, μόλις έμαθε ότι ο Μίνωας διέταξε τη σύλληψή τους, κατασκεύασε πρόχειρα δύο ανεμόπτερα με ιστία και ξύλα κολλημένα μεταξύ τους με κερί. Με τα ανεμόπτερα αυτά ο Δαίδαλος και ο υιός του Ίκαρος κατάφεραν να δραπετεύσουν από την Κρήτη. Ενώ πετούσαν, ο Δαίδαλος συμβούλεψε τον υιό του Ίκαρο να μην πετάει κοντά στην θάλασσα, για να μην βραχούν τα ιστία του ανεμοπτέρου. Επίσης, του είπε να μην πετάει ψηλά, για να μην λιώσει από την θερμότητα του ηλίου το κερί που ένωνε τα ξύλα του ανεμοπτέρου. Όμως, ο νεαρός Ίκαρος παρασύρθηκε από τη γοητεία της πτήσης και πέταξε ψηλά με αποτέλεσμα να λιώσει το κερί που ένωνε τα ξύλα του ανεμοπτέρου, να λυθούν τα ιστία και τελικά να πέσει στο πέλαγος και να πνιγεί. Το πέλαγος που έπεσε ονομάστηκε Ικάριο και το νησί κοντά στο οποίο έπεσε ονομάστηκε Ικαρία. Ο Δαίδαλος έφθασε με τα φτερά του στην Σικελία όπου έκανε πολλές εφευρέσεις. Ο Δαίδαλος, αργότερα, πήγε στην Αίγυπτο όπου και συνέχισε τις εφευρέσεις του εκεί, μέχρι τον θάνατό του.


Κεφάλαιο (Ε) Η επιστροφή του Θησέα στην Αθήνα

Το καράβι με τον Θησέα και την Αριάδνη συνεχίζει το ταξίδι της επιστροφής στην Αθήνα. Σουρουπώνει.

Εύρυτος: Θησέα, πλησιάζει νύκτα! Θα σταματήσουμε στη Νάξο για ανεφοδιασμό και για να ξεκουραστούν οι κωπηλάτες.

Θησέας: Εντάξει.

Το πλοίο αγκυροβολεί στο λιμάνι της Νάξου και οι άνδρες, αφού πρώτα μεταφέρουν προμήθειες στο καράβι, πάνε μαζί με την Αριάδνη σε ένα πανδοχείο όπου τρώνε. Στη συνέχεια πέφτουν για ύπνο. Η Αριάδνη κοιμάται μαζί με τον Θησέα στο ίδιο δωμάτιο.

Ο Θησέας βλέπει στον ύπνο του έναν εφιάλτη. Βλέπει πως φθάνει στην Αθήνα και ο λαός τον υποδέχεται με ενθουσιασμό. Όμως, μερικές ημέρες αργότερα, πολεμικά πλοία από την Κρήτη αποκλείουν τον Πειραιά και τελικά η Αθήνα βρίσκεται πάλι υπό πολιορκία. Ο Μίνωας, επικεφαλής του στρατού των Κρητών, φωνάζει: – Θησέα, φέρε πίσω την κόρη μου! Ο Θησέας ξυπνάει από την φωνή αυτή που ακούει στον εφιάλτη. Είναι ιδρωμένος και λαχανιασμένος. Σηκώνεται, βγαίνει από το δωμάτιό του και πηγαίνει στο δωμάτιο που κοιμούνται οι άλλοι άνδρες και ξυπνά τον Εύρυτο.

Θησέας: Εύρυτε! Είδα έναν εφιάλτη ότι ο Μίνωας πολιορκούσε την Αθήνα για να πάρει πίσω την Αριάδνη! Θα θέσουμε την πόλη μας σε κίνδυνο αν πάρουμε μαζί μας την Αριάδνη. Θα μας πολιορκήσει πάλι ο Μίνωας! Καλύτερα να φύγουμε τώρα που είναι νύχτα και να αφήσουμε την Αριάδνη εδώ στη Νάξο. Όταν ξυπνήσει, εμείς θα είμαστε καταμεσής στο πέλαγος.

Εύρυτος: Ίσως είναι καλύτερα έτσι, Θησέα... Θα ξυπνήσω τους άνδρες και αμέσως θα σαλπάρουμε. Οι προμήθειες είναι ήδη στο καράβι.

Έτσι και έγινε. Ο Θησέας φεύγει με τους άνδρες του και η Αριάδνη μένει μόνη της στη Νάξο. Όταν το πρωί ξυπνά αντιλαμβάνεται την απουσία του Θησέα. Αρχίζει να τον αναζητάει στο πανδοχείο. Όμως, ο πανδοχέας της λέγει πως έχουν φύγει όλοι οι άνδρες. Η Αριάδνη τρέχει αμέσως στο λιμάνι και διαπιστώνει πως το πλοίο του Θησέα έχει σαλπάρει. Κοιτά προς το πέλαγος και βλέπει το πλοίο που έχει απομακρυνθεί τόσο που φαίνεται μικροσκοπικό.

Αριάδνη (ουρλιάζοντας): Θησεεεεέααα! Γιατί έφυγες; Γιατί με άφησες;

Ο Θησέας, φυσικά, δεν άκουγε την φωνή της. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η χαρά του πατέρα του και των συμπολιτών του, όταν θα επέστρεφε νικητής στην Αθήνα. Όμως, από τον ενθουσιασμό του ξέχασε να κατεβάσει τα πανιά που ήταν μαύρα και να σηκώσει τα λευκά πανιά – όπως του είχε πει ο πατέρας του να κάνει, αν επέστρεφε ζωντανός.

Ο Αιγέας είναι στο ακρωτήριο του Σουνίου και αγναντεύει το πέλαγος περιμένοντας την επιστροφή του πλοίου από την Κρήτη. Ξαφνικά, βλέπει το πλοίο στον ορίζοντα. Περιμένει να δει τα πανιά του. Είναι μαύρα! Ο Αιγέας αρχίζει να οδύρεται.

Αιγέας: Υιέ μου είσαι νεκρός! Εγώ φταίω που σε άφησα να φύγεις, ενώ ήξερα πως δεν υπήρχε πιθανότητα να γυρίσεις ζωντανός! Ανάθεμά με!

Ο Αιγέας από τη στεναχώρια του γκρεμίζεται από τον βράχο του Σουνίου και πνίγεται στην θάλασσα. Οι φρουροί που τον συνοδεύουν δεν προλαβαίνουν να κάνουν τίποτα.

Ο Θησέας φθάνει στην Αθήνα όπου πλήθος κόσμου είναι συγκεντρωμένο και περιμένει να δει αν είναι ζωντανός. Μόλις ο Θησέας βγαίνει από το καράβι, αποθεώνεται από τον κόσμο.

Θησέας: Αθηναίοι! Σκότωσα τον Μινώταυρο και επιτέλους απαλλαχθήκαμε από τον τρομερό φόρο αίματος!

Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει τον Θησέα η Ηριγόνη, η έμπιστη υπηρέτρια του πατέρα του.

Θησέας: Ηριγόνη που τόσα χρόνια υπηρετείς τον πατέρα μου στο παλάτι, πες μου που είναι ο πατέρας; Γιατί δεν είναι εδώ;

Ηριγόνη: Θησέα, γιατί ξέχασες να σηκώσεις λευκά πανιά; Μόλις με ειδοποίησαν οι φρουροί που συνόδευαν τον πατέρα σου πως έπεσε από τη στεναχώριά του από κάποιον βράχο στο Σούνιο, μόλις είδε τα μαύρα ιστία στο καράβι σου και νόμισε πως ήσουν νεκρός. Από την ημέρα που έφυγες αγνάντευε καθημερινά το πέλαγος από το Σούνιο και περίμενε το καράβι από την Κρήτη.

Θησέας: Δεν είναι δυνατόν! Γιατί να το ξεχάσω; Εύρυτε, γιατί δεν μου το θύμισες; Τι έγκλημα έκανα! Σκότωσα τον πατέρα μου!

Τον Θησέα πλησιάζει ο αρχιστράτηγος Βάτων.

Βάτων (πιάνοντας από τον ώμο τον Θησέα): Θησέα, ηρέμησε… Ήταν γραφτό να γίνει έτσι... Ως αρχιστράτηγος της πόλης σε ενημερώνω πως από αυτήν τη στιγμή διαδέχεσαι τον πατέρα σου και είσαι ο νέος βασιλιάς των Αθηνών.

Βάτων (φωνάζει προς τους συγκεντρωμένους, στο λιμάνι, Αθηναίους): Αθηναίοι συμπολίτες! Ο Αιγέας είναι νεκρός! Αυτοκτόνησε, πέφτοντας από κάποιον βράχο στο Σούνιο. Γκρεμίστηκε στην θάλασσα από τη στεναχώριά του, μόλις είδε τα μαύρα ιστία στο καράβι που επέστρεφε από την Κρήτη και νόμισε πως ο Θησέας ήταν νεκρός… Από αυτή τη στιγμή ο Θησέας είναι ο νέος βασιλιάς των Αθηνών!

Ο λαός αρχίζει να ζητωκραυγάζει.

Βάτων (προς τον Θησέα): Θησέα, τα συναισθήματά σου είναι ανάμεικτα: χαρά για την ανάδειξή σου σε βασιλιά και λύπη για τον θάνατο του πατέρα σου. Καλύτερα να επιστρέψεις στο παλάτι και να ηρεμήσεις. Χρειάζεσαι ξεκούραση...

Θησέας: Σε ευχαριστώ Βάτων…

Θησέας (προς τους συγκεντρωμένους, στο λιμάνι, Αθηναίους): Πριν πάω στο παλάτι θα σας ανακοινώσω κάτι. Το πέλαγος που πνίγηκε άδικα ο πατέρας μου, χωρίς να ξέρει πως ήμουν ζωντανός, από τούδε και στο εξής θα ονομάζεται προς τιμήν του Αιγαίο Πέλαγος. Στο Σούνιο, κοντά στο σημείο που γκρεμίστηκε ο πατέρας μου, θα στηθεί ναός προς τιμήν του Ποσειδώνα, του θεού της θάλασσας που τον πήρε στην αγκαλιά της.

Αυτά είπε ο Θησέας και αποχώρησε προς το παλάτι συνοδεία φρουράς.


Κεφάλαιο (ΣΤ) Ο Θησέας βασιλιάς της Αθήνας

Ο Θησέας βασίλεψε με σύνεση και προσέφερε πολλά στην Αθήνα. Ένωσε όλους τους δήμους της Αττικής. Έτσι, οι μικρές κωμοπόλεις ενοποιήθηκαν σε μία μεγάλη πόλη με κέντρο την Ακρόπολη. Αυτό ονομάστηκε ``Συνοικισμός΄΄. Σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού οι Αθηναίοι γιόρταζαν τα ``Συνοικέσια΄΄. Τα Συνοικέσια αποτελούσαν συνέχεια της εορτής που είχε ιδρύσει ο Εριχθόνιος, ο προπάππος του Θησέα, η οποία ονομαζόταν ``Αθήναια΄΄. Όταν ο Θησέας συνένωσε τους δήμους της Αττικής τα Αθήναια μετονομάστηκαν σε Παναθήναια ή Συνοικέσια, εις ανάμνησιν του Συνοικισμού και επίσης γιατί συμμετείχαν σε αυτά όλοι οι δήμοι της Αττικής. Αυτά ήταν τα Μικρά Παναθήναια που εορτάζονταν ετησίως. Αργότερα, τον 6ο αιώνα π.Χ., ο τύραννος Πεισίστρατος καθιέρωσε, προς τιμήν της θεάς Αθηνάς και του Συνοικισμού, τα περίφημα Μεγάλα Παναθήναια που ετελούντο κάθε τετραετία το μήνα Ιούλιο και περιελάμβαναν αθλητικούς και καλλιτεχνικούς αγώνες και την τελευταία ημέρα την μεγάλη πομπή προς την Ακρόπολη. Στη συνέχεια τα σφάγια από τις θυσίες προς την πολιούχο θεά Αθηνά ψήνονταν και προσφέρονταν στους πολίτες, σε συνεστιάσεις.

Ο Θησέας χώρισε τους πολίτες των Αθηνών σε 3 τάξεις: τους ευγενείς, τους κτηματίες και τους τεχνίτες. Παράλληλα, θεσμοθέτησε νόμους και πολιτικούς κανόνες. Γενικά, ο Θησέας έθεσε τις βάσεις της δημοκρατίας, αιώνες πριν τον Σόλωνα και τον Κλεισθένη. Ο Σόλων, Αθηναίος πολιτικός, νομοθέτης, μεταρρυθμιστής, ποιητής και ένας από τους 7 σοφούς της αρχαιότητος, πήρε – πριν τον Πεισίστρατο – τα ηνία της πόλης το 594 π.Χ. Ο Σόλων ήταν ο θεμελιωτής της αθηναϊκής δημοκρατίας. Το νέο πολίτευμα που ίδρυσε ήταν τιμοκρατικό με δημοκρατικά στοιχεία. Εκτός των άλλων, ίδρυσε την Βουλή και την εκκλησία του δήμου και θέσπισε τον συνδυασμό ψηφοφορίας και κλήρωσης στην εκλογή των αρχόντων. Πάντως, η δημοκρατία γεννήθηκε στην Αθήνα από τον μεταρρυθμιστή Κλεισθένη το 508 π.Χ. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν η πρώτη και τελευταία άμεση δημοκρατία στον κόσμο. Στην Αθήνα εορτάζονταν, εκτός των άλλων, τα Διονύσια και τα Ελευσίνια. Από τις εορτές προς τιμήν του Διονύσου ή αλλιώς Βάκχου γεννήθηκε η δραματική τέχνη, δηλαδή το θέατρο, και επίσης σε αυτά ανάγονται και οι αποκριάτικες μεταμφιέσεις. Στα Ελευσίνια ανάγονται οι θρησκευτικές πομπές και τα θρησκευτικά μυστήρια.


Κεφάλαιο (Ζ) Οι Αμαζονομαχίες

Ο Θησέας έκανε πολλούς πολέμους και επέκτεινε την κυριαρχία της Αθήνας.

Ο Θησέας έφθασε στην ηλικία των 22 ετών.

Ο Θησέας είναι στο παλάτι και συνομιλεί με τον αρχιστράτηγο Βάτωνα.

Θησέας: Βάτων, η Αθήνα έχει επεκτείνει την κυριαρχία της παντού! Έχουμε γίνει ανίκητοι στην θάλασσα και στη στεριά! Ήθελα, όμως, να σε ρωτήσω κάτι... Όταν ήμουν παιδί ο παππούς μου, Πιτθέας, μου είχε αναφέρει ότι σε κάποιον μακρινό τόπο ζουν οι Αμαζόνες, ένας πολεμοχαρής λαός γυναικών. Γνωρίζεις κάτι για αυτές;

Βάτων: Ναι. Είναι λαός από γυναίκες! Οι Αμαζόνες αγαπάνε τον πόλεμο. Είναι ικανότατες στο τόξο και στο ακόντιο, και έξοχες ιππεύτριες. Τους άνδρες τους μισούν και τους έχουν ως σκλάβους! Όταν γεννάνε οι Αμαζόνες, τότε κρατάνε μόνον τα κορίτσια τα οποία όταν μεγαλώνουν τους ακρωτηριάζουν τον δεξιό τους μαστό, για να μπορούν να τεντώνουν ευκολότερα το τόξο! Τα κορίτσια, από μικρή ηλικία, τα εκπαιδεύουν στην τέχνη του πολέμου. Τα αγόρια που γεννάνε οι Αμαζόνες τα στέλνουν στη γειτονική χώρα των Γαργαρέων ή τα κρατάνε ως σκλάβους. Οι Αμαζόνες τεκνοποιούν με τους Γαργαρείς.

Θησέας: Όλα αυτά μου ακούγονται απίστευτα!

Βάτων: Και όμως, είναι αληθινά! Πολύ παλιά η πόλη μας είχε εκστρατεύσει εναντίον των Αμαζόνων, αλλά πάθαμε πανωλεθρία.

Θησέας (γέλια): Από τις γυναίκες; Απίστευτο! Άκουσε Βάτων… Αυτή την φορά θα νικήσουμε τις Αμαζόνες! Αποφάσισα να εκστρατεύσουμε εναντίον τους! …Να γίνει άμεση επιστράτευση! Σε 3 ημέρες ξεκινάει η εκστρατεία εναντίον των Αμαζόνων!

Βάτων: Θησέα, το ταξίδι θα γίνει δια θαλάσσης. Αρμοδιότητα για το ναυτικό έχει ο ναύαρχος Τήλεφος.

Θησέας: Της εκστρατείας θα ηγηθώ ο ίδιος. Εσύ θα έχεις την αρμοδιότητα για το πεζικό και ο Τήλεφος θα έχει την αρμοδιότητα για το στόλο. Με άλλα λόγια, στην θάλασσα θα είναι αρμόδιος ο Τήλεφος και στη στεριά εσύ! Αλλά και οι δύο σας θα δίνετε αναφορά σε εμένα.

Θησέας (γελώντας): Δυστυχώς, στα καράβια μας δεν μπορούμε να κουβαλήσουμε τις πολιορκητικές μας μηχανές!

Βάτων (γέλια): Οι καταπέλτες, οι βαλλίστρες που εκτοξεύουν ακόντια και οι πολιορκητικοί πύργοι είναι πολύ βαριά και καταλαμβάνουν πολύ χώρο για να τα πάρουμε μαζί μας! Θησέα, αστειεύομαι! Άλλωστε, ακόμα και αν τα παίρναμε, δεν ξέρω αν το έδαφος εκεί είναι κατάλληλο για να τα μεταφέρουμε στο πεδίο της μάχης!

Η Αθηναίοι ετοιμάστηκαν για τη νέα εκστρατεία, αυτή την φορά εναντίον των Αμαζόνων. Στον Πειραιά, το λιμάνι της Αθήνας, ο λαός είναι συγκεντρωμένος για να αποχαιρετήσει τους στρατιώτες που ήδη έχουν επιβιβαστεί στις τριήρεις.

Θησέας (προς τον συγκεντρωμένο κόσμο): Λαέ των Αθηνών! Σας υπόσχομαι πως και αυτή η εκστρατεία θα είναι νικηφόρα! Σκέφτομαι να σας φέρω και μια Αμαζόνα αιχμάλωτη, για να δείτε πως είναι αυτές οι γυναίκες που πολεμούν σαν άνδρες!

Ο λαός ζητωκραυγάζει.

Ο στόλος 10 πλοίων αποπλέει. Ηγούνται του στόλου η ιερά τριήρης των Αθηνών και η βασιλική τριήρης. Πίσω ακολουθούν οι άλλες τριήρεις.

Στο βασιλικό πλοίο ο Θησέας συνομιλεί με τον Τήλεφο. Τη συζήτηση παρακολουθεί ο Βάτων.

Θησέας: Τήλεφε, μήπως τελικά είναι μικρή η δύναμη των 10 πλοίων;

Τήλεφος: Μα βασιλιά, έπρεπε να μείνουν οι άλλες τριήρεις στον Πειραιά για να προστατεύσουν την πόλη από την όποια επίθεση. Την ευθύνη του εναπομείναντος στόλου έχει αναλάβει ο αντιναύαρχος Θήρων.

Βάτων: Στο στρατό την ευθύνη των οπλιτών που προστατεύουν την πόλη έχει αναλάβει ο αντιστράτηγος Μένων.

Θησέας: Έπρεπε αναγκαστικά να μείνει στρατός στην πόλη, για την προστασία της. Μπορεί οι Κρήτες από την θάλασσα ή η Θηβαίοι από τη στεριά να επιτεθούν στην Αθήνα. Άλλωστε, δεν χρειαζόμαστε μεγάλη δύναμη για να νικήσουμε ένα τσούρμο από γυναίκες! Βάτων, ποια είναι η δύναμη του στρατού μας;

Βάτων: 10 τριήρεις, με 180 κωπηλάτες και 200 οπλίτες η καθεμία. Έτσι, συνολικά η δύναμή μας είναι 2000 οπλίτες. Οι στρατιώτες μας είναι διαχωρισμένοι σε μάχιμους οπλίτες, τοξότες, ακοντιστές και σφενδονιστές.

Οι Αθηναίοι οπλίτες φέρουν περικεφαλαία, ασπίδα, περικνημίδες, ξίφος και ακόντιο. Οι τοξότες και οι σφενδονιστές φέρουν τόξο και σφενδόνη, αντίστοιχα.

Το ταξίδι είναι μακρύ. Με τον αστρολάβο και διάφορα ναυτικά όργανα ο πλοίαρχος του βασιλικού πλοίου σχεδιάζει την πορεία του την οποία ακολουθούν και τα υπόλοιπα πλοία. 160 χιλιόμετρα πριν φθάσουν στη στεριά, το νερό της θάλασσας έχει γλυκιά γεύση. Είναι το νερό από τις εκβολές του Αμαζονίου! Ο στόλος φθάνει στη σημερινή Βραζιλία, στις εκβολές του Αμαζονίου στον Ατλαντικό!

Στην βασιλική τριήρη ο Θησέας συνομιλεί με τους στρατιωτικούς.

Τήλεφος: Αυτή η ήπειρος βασιλιά μου είναι η Ατλαντίδα! Εδώ, σύμφωνα με τους χάρτες, είναι η Αμαζονία και αυτός ο ποταμός είναι ο Αμαζόνιος. Εδώ κοντά βρίσκεται η χώρα των Αμαζόνων.

Θησέας: Στην ήπειρο αυτή λένε πως είναι τα Ηλύσια Πεδία, ο τόπος που πάνε οι ψυχές των ενάρετων. Αλλά εδώ είναι και η Ατλαντίδα!

Η Ατλαντίδα μάλλον ήταν η Αμερική. Η Αθήνα, σύμφωνα με αιγυπτιακές γραφές, ήταν σε ακμή το 8000 π.Χ., όταν η Ατλαντίδα κατέλαβε όλον τον τότε γνωστό κόσμο, αλλά τελικά αποκρούστηκε από τους Αθηναίους. Κατά τις αρχαίες αναφορές, η Ατλαντίδα ήταν ήπειρος στον Ατλαντικό.

Βάτων: Με την Ατλαντίδα είχαμε πόλεμο πολλούς αιώνες πριν. Οι πολεμιστές της Ατλαντίδος είχαν καταλάβει, συνασπισμένοι, όλον τον κόσμο. Όταν επιτέθηκαν στην Ελλάδα οι Έλληνες αρχικά αντιστάθηκαν, αλλά τελικά υποχώρησαν και μείναμε μόνοι μας εμείς οι Αθηναίοι να πολεμούμε τους εισβολείς… Τελικά τους νικήσαμε και καταφέραμε να απελευθερώσουμε όλες τις περιοχές που είχαν καταλάβει και να τους κυνηγήσομε ως εδώ. Όμως, ο στόλος μας, όταν έφθασε στην Ατλαντίδα, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα από ιθαγενείς και άγνωστους λαούς. Τότε ήλθε σε πρώτη επαφή με το λαό των Αμαζόνων. Υπήρχαν πολλές απώλειες στο στρατό μας από τους διάφορους λαούς της Ατλαντίδος. Τελικά, μετά από ένα μεγάλο σεισμό οι άνδρες μας τρομοκρατήθηκαν και ο στόλος μας επέστρεψε στην Αθήνα. Από τότε σχεδιάστηκαν οι χάρτες με την Ατλαντίδα και έτσι καταφέραμε να φθάσουμε τώρα στον Αμαζόνιο. Ο ποταμός αυτός είναι τεράστιος, σαν τον Νείλο!

Θησέας: Να αγκυροβολήσει ο στόλος εδώ!

Τα πλοία αγκυροβολούν σε μία ακτή κοντά στον Αμαζόνιο, και οι στρατιώτες αποβιβάζονται.

Θησέας: Τα πλοία θα παραμείνουν αγκυροβολημένα εδώ! Τήλεφε η αρμοδιότητά σου τελειώνει εδώ. Να παραμείνει φρουρά στα πλοία! Οι υπόλοιποι με τους παλαιούς μας χάρτες θα περπατήσουμε στην Αμαζονία για να βρούμε τη χώρα των Αμαζόνων!

Οι Έλληνες προχωρούν στα βάθη της άγνωστης, για αυτούς, χώρα. Η ζέστη είναι αφόρητη. Σε κάποιο σημείο, καθώς οι Έλληνες στρατιώτες έχουν ξαποστάσει, κάποια ομάδα στρατιωτών δέχεται δηλητηριώδη βελάκια που πετούν, φυσώντας τα από καλάμια, ιθαγενείς που όμως δεν φαίνονται πουθενά, γιατί είναι κρυμμένοι πίσω από την πυκνή βλάστηση. 15 στρατιώτες πέφτουν νεκροί. Ακολουθεί πανικός από τους άλλους στρατιώτες. Σημαίνει συναγερμός! Τότε ξεπετάγονται κάπου 40 ιθαγενείς από τις φυλλωσιές! Ο Βάτων διατάζει τους τοξότες να ρίξουν. Οι ιθαγενείς πέφτουν όλοι νεκροί...

Θησέας: Φοβήθηκα ότι θα ήταν περισσότεροι! Καλύτερα να συνεχίσουμε την πεζοπορία. Το σημείο δεν είναι ασφαλές για να στρατοπεδεύσουμε.

Οι Αθηναίοι συνέχισαν ψάχνοντας τη χώρα τον Αμαζόνων. Οι βηματιστές, που μέτραγαν με τα βήματά τους την απόσταση που διήνυε ο στρατός, βοηθούσαν τους χαρτογράφους να σχεδιάσουν την πορεία που έκαναν, ώστε να μπορούσαν μετά να επιστρέψουν στην ακτή.

Θησέας: Θα στρατοπεδεύσουμε εδώ! Μία ομάδα ανιχνευτών με 14 άνδρες θα προχωρήσει πέρα από το λόφο για να δει τι υπάρχει, και μετά θα επιστρέψει.

Οι ανιχνευτές περνάνε το λόφο και βλέπουν από μακριά μία πόλη! Εκείνη τη στιγμή βλέπουν ξαφνικά μπροστά τους μία ομάδα 15 γυναικών! Είναι Αμαζόνες! Φορούν περικεφαλαία, κοντό χιτώνα – σφιχτό στη μέση και περισκελίδα (παντελόνι). Κρατούν τόξα. Οι Αμαζόνες περικυκλώνουν τους ανιχνευτές και με τα τόξα τους, τους εκτελούν. Μονάχα ένας ανιχνευτής καταφέρνει να ξεφύγει και γυρνά στο στρατόπεδο.

Ανιχνευτής: Θησέα! Πέρα από το λόφο είναι η χώρα των Αμαζόνων! Μας επιτέθηκαν και είμαι ο μόνος που κατάφερε να γλιτώσει από τα φονικά τους βέλη.

Θησέας: Βάτων, διέταξε αμέσως τη συγκέντρωση των στρατιωτών! Οι Αμαζόνες ήδη θα είναι ενήμερες για την άφιξή μας και ίσως μας αιφνιδιάσουν. Καλύτερα να επιτεθούμε πρώτοι!

Οι Έλληνες στρατιώτες περνούν το λόφο και φθάνουν έξω από την πόλη των Αμαζόνων. Οι στρατιώτες βαδίζουν σε φάλαγγα και το βήμα τους συντονίζει ο ήχος αυλών από αυλητές. Στον δρόμο δεν συναντούν καμιά αντίσταση. Ξαφνικά εμφανίζονται οι Αμαζόνες και αρχίζουν να τους επιτίθενται με βέλη που πέφτουν βροχή. Αρκετοί στρατιώτες πέφτουν νεκροί. Πολλές Αμαζόνες είναι σε άλογα και εκσφενδονίζουν τα βέλη τους από τα καλπάζοντα άλογά τους.

Βάτων: Στρατιώτες! Ανασυνταχθείτε! Καλυφθείτε πίσω από τις ασπίδες!

Η μάχη συνεχίζεται. Τα βέλη και τα ακόντια πέφτουν βροχή. Εν τω μεταξύ, οι σκλάβοι των Αμαζόνων βρίσκουν ευκαιρία να δραπετεύσουν, αλλά μία ομάδα Αμαζόνων τους εκτελεί με βέλη.

Η μάχη μαίνεται. Βέλη, Ακόντια και βλήματα από σφενδόνες καλύπτουν τον ουρανό. Τελικά οι Αμαζόνες χάνουν τη μάχη από τους Αθηναίους.

Θησέας: Παραδοθείτε, γιατί θα σας σκοτώσουμε όλες!

Αντιόπη: Είμαι η Αντιόπη, η βασίλισσα των Αμαζόνων! Καταθέτουμε τα όπλα! Νικήσατε!

Θησέας: Είμαστε Έλληνες! Ερχόμαστε από την Αθήνα! Είμαι ο Θησέας, ο βασιλιάς των Αθηνών! Η πόλη σας είναι υπό την κατοχή μας! Θα μας παραδώσετε ότι πολύτιμο έχετε. Θα φύγουμε σε μερικούς μήνες. Εν τω μεταξύ, θα είστε υπό αυστηρή στρατιωτική επιτήρηση. Όποια από εσάς δημιουργεί πρόβλημα θα εκτελείται επί τόπου! Τα σπίτια σας επιτάσσονται προσωρινά για να μείνουν οι άνδρες μου. Αντιόπη, να με οδηγήσεις στο παλάτι!

Βάτων: Στρατιώτες, ακούσατε τον Θησέα! Θα υπάρχουν πεζές περιπολίες και κάθε Αμαζόνα που αντιστέκεται θα εκτελείται επί τόπου.

Αντιόπη: Δεν θα αντισταθεί καμία! Αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη. Θα σας παραδώσουμε τα κοσμήματά μας και θα σας δώσουμε προμήθειες. Αρκεί να φύγετε σε λιγότερο από έναν χρόνο! Μετά δεν μπορώ να σας εγγυηθώ για τις Αμαζόνες…

Ο Θησέας οδηγείται στο παλάτι, συνοδευόμενος από την Αντιόπη. Μέσα στο παλάτι κάθεται στον θρόνο της. Οι άλλοι στρατιώτες μένουν στην πόλη, στα σπίτια των Αμαζόνων οι οποίες τους προσφέρουν τροφή.

Θησέας: Αντιόπη, σε μερικούς μήνες θα φύγουμε. Είστε υπό προσωρινό κλοιό. Αν κάνετε ότι σας λέγω, τότε δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα.

Αντιόπη: Θησέα, είσαι νέος! Πόσων ετών είσαι;

Θησέας: 22! Αλλά ως βασιλιάς έχω καταφέρει να κατακτήσω πολλά μέρη και η Αθήνα σήμερα είναι μεγάλη δύναμη στη στεριά και στην θάλασσα.

Αντιόπη: Το διαπίστωσα! …Θησέα, είσαι πολύ όμορφος!

Θησέας: Και εσύ είσαι όμορφη σαν την Αφροδίτη! Έλα μαζί μου στην αυλή του παλατιού να μου μιλήσεις για το λαό σου. Υπάρχουν πολλοί θρύλοι και δεν ξέρω τι είναι αλήθεια και τι μύθος.

Ο Θησέας και η Αντιόπη συνομιλούν στον κήπο. Δείχνουν ερωτευμένοι μεταξύ τους.

Οι ημέρες κυλούσαν γρήγορα. Ο Θησέας και η Αντιόπη ερωτεύτηκαν και απέκτησαν έναν υιό, τον Ιππόλυτο. Όταν έφθασε για τους Έλληνες η στιγμή να φύγουν, ο Θησέας έκλεψε την βασίλισσα Αντιόπη. Όταν έφυγαν οι Έλληνες, οι Αμαζόνες αντελήφθησαν την απουσία της βασίλισσάς τους.

Ιππολύτη (αδελφή της Αντιόπης): Πού είναι η αδελφή μου η Αντιόπη, η βασίλισσά μας; Ψάξτε όλες σας!

Οι Αμαζόνες ψάχνουν την βασίλισσά τους.

Ιππολύτη: Την βρήκατε;

Άελλα (αμαζόνα): Δεν την βρίσκουμε πουθενά!

Ιππολύτη: Θα την έκλεψε ο Θησέας και θα πήρε και το μωρό που αποκτήσανε: τον Ιππόλυτο! Από αυτή τη στιγμή εγώ η Ιππολύτη, η κόρη της Οτρηρής, θα είμαι η νέα σας βασίλισσά, ώσπου να πάρουμε πίσω την Αντιόπη! Όταν την πάρουμε, θα τιμωρηθεί αυστηρά για την προδοσία της! Ετοιμαστείτε αμέσως για πόλεμο! Πρέπει να προλάβουμε τους Έλληνες πριν φύγουν από την Αμαζονία.

Οι Αμαζόνες ακολουθούν το στρατό των Ελλήνων. Όμως, οι Έλληνες προπορεύονται και τελικά φθάνουν στην ακτή που είναι αγκυροβολημένα τα πλοία τους και επιβιβάζονται σε αυτά. Τη στιγμή εκείνη φθάνουν οι Αμαζόνες. Πετούν βέλη και σκοτώνουν μερικούς Αθηναίους οπλίτες. Οι Αθηναίοι απαντούν με βέλη και ακόντια.

Ιππολύτη: Είδα από μακριά την Αντιόπη μαζί με τον Θησέα! Σε λίγο ο στόλος τους θα σαλπάρει. Πώς θα τους ακολουθήσουμε;

Άελλα: Εδώ κοντά υπάρχει η παραλιακή πόλη Θούλη που λέγεται πως την ίδρυσαν οι Έλληνες. Η πόλη Θούλη είναι σύμμαχός μας. Στο λιμάνι τους έχουν καράβια. Θα σπεύσουμε στην Θούλη και θα ζητήσουμε να μας βοηθήσουν. Θα επιβιβαστούμε στα πλοία και θα ακολουθήσουμε τους Έλληνες, αν χρειαστεί ως και στην Αθήνα!

Έτσι και έγινε. Οι Αμαζόνες επιβιβάζονται στα πλοία και ακολουθούν τον αθηναϊκό στόλο μέχρι τον Πειραιά. Εκεί οι Αμαζόνες αποβιβάζονται και αρχίζουν την πολιορκία της Ακρόπολης.

Η μάχη είναι άγρια. Οι Αμαζόνες είναι χωρίς άλογα. Με τα βέλη τους κατορθώνουν να σκοτώσουν πολλούς Αθηναίους οπλίτες. Αλλά και αυτές έχουν μεγάλες απώλειες από τους Αθηναίους που έχουν οχυρωθεί στην Ακρόπολη και είναι σε στρατηγικά πλεονεκτική θέση.

Στη μάχη οι Αμαζόνες ηττούνται και όσες επιζούν αναχωρούν με τα πλοία που τις έφεραν. Όμως, στη μάχη σκοτώνεται και η Αντιόπη που πολεμούσε με το μέρος των Αθηναίων.

Η μάχη μεταξύ Αμαζόνων και Αθηναίων ονομάστηκε Αμαζονομαχία. Η Ιππολύτη συνέχισε να είναι η βασίλισσα των Αμαζόνων. Κάποια στιγμή ο Ευρυσθέας, ο βασιλιάς των Μυκηνών, ανέθεσε στον Ηρακλή να αρπάξει τη ζώνη της που ήταν σύμβολο εξουσίας. Έτσι, ο Ηρακλής έφθασε στη χώρα των γυναικών πολεμιστριών. Η Ιππολύτη θαύμασε την δύναμή του και ήθελε από μόνη της να του παραδώσει τη ζώνη, αλλά οι άλλες Αμαζόνες δεν την άφησαν, γιατί το θεώρησαν υποτιμητικό. Τελικά, έγινε μάχη ανάμεσα στον Ηρακλή και τις Αμαζόνες που φρουρούσαν την Ιππολύτη. Η Ιππολύτη πήρε το μέρος των Αμαζόνων και ο Ηρακλής αναγκάστηκε να τη σκοτώσει. Έτσι, ο Ηρακλής της πήρε τη ζώνη και την παρέδωσε στον Ευρυσθέα. Μετά την Ιππολύτη, βασίλισσα έγινε η αδελφή της Πενθεσίλεια που αργότερα πήρε μέρος στον τρωικό πόλεμο στον οποίον τη σκότωσε ο Αχιλλέας. Οι Αμαζόνες εξοντώθηκαν, τελικά, από τον ήρωα Βελλεροφόντη ή αλλιώς Ιππόνοο που ήταν υιός του βασιλιά της Κορίνθου, Γλαύκου, και της Ευρυνόμης. Ο Βελλεροφόντης έφθασε στην Αμαζονία με ένα ιπτάμενο όχημα το οποίο πέρασε στην ελληνική μυθολογία ως ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο που αρχικά είχε ο Περσέας που ήταν υιός της Δανάης, γνωστός ήρωας του Άργους, παππούς του Ευρυσθέα και πατέρας του Πέρση που ήταν γενάρχης των Περσών. Με τον ίδιο τρόπο, το ιπτάμενο όχημα της Μήδειας πέρασε στην ελληνική μυθολογία ως φτερωτό άρμα…

Κεφάλαιο (Η) Ιππόλυτος και Φαίδρα.

Στην Αθήνα ο Θησέας ανατρέφει στο παλάτι μόνος του τον υιό του Ιππόλυτο που έμεινε ορφανός από τη μητέρα του Αντιόπη η οποία σκοτώθηκε πολεμώντας στο πλευρό των Αθηναίων τις Αμαζόνες. Κάποια στιγμή ο Θησέας γνωρίζει την Φαίδρα, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, η οποία είχε έλθει στην Αθήνα για να βρει την αδελφή της Αριάδνη, αλλά τελικά έμαθε ότι την άφησε ο Θησέας στη Νάξο. Ο Θησέας ερωτεύεται την Φαίδρα και τελικά την παντρεύεται. Έτσι, η Φαίδρα γίνεται σύζυγος του βασιλιά των Αθηνών και μητριά του υιού του, Ιππόλυτου, που είναι ακόμα βρέφος.

Τα χρόνια περνάνε. Ο Θησέας είναι πλέον 40 ετών και ο Ιππόλυτος 18. Η Φαίδρα και ο Θησέας αποκτούν και έναν υιό, τον Δημοφών.

Η Φαίδρα μεγάλωσε τον Ιππόλυτο σαν να ήταν η μητέρα του. Όμως, υπήρχε μία παράξενη ερωτική έλξη από μέρους της Φαίδρας προς τον Ιππόλυτο.

Είναι ένα ηλιόλουστο πρωί. Ο Ιππόλυτος βρίσκεται στην αυλή του παλατιού με άλλα αγόρια και κορίτσια και παίζουν ένα παιχνίδι με μία σφαίρα από τομάρι ζώου. Το ένα παιδί πετάει τη σφαίρα στο άλλο.

Ιππόλυτος: Η πετοσφαίριση είναι ωραίο παιχνίδι, αλλά το βαρέθηκα! Ας παίξουμε κάποιο άλλο παιχνίδι, πιο ενδιαφέρον.

Τα παιδιά παίζουν ένα παιχνίδι που μοιάζει με το αγγλικό κρίκετ. Με ξύλινα ραβδιά που κρατάνε ανάποδα χτυπάνε με τις λαβές μια σφαίρα. Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει τα παιδιά η Φαίδρα.

Φαίδρα: Ενδιαφέρον παιχνίδι, αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρον παιχνίδι είναι αυτό που κάνουν στην Κρήτη…

Ιππόλυτος: Ποιο είναι αυτό;

Φαίδρα: Τα ταυροκαθάψια! Είναι αγώνισμα σύμφωνα με το οποίο την ώρα που ορμά ο ταύρος προς τον αθλητή, τότε αυτός τον αρπάζει από τα κέρατα και καθώς εκτινάσσεται το κεφάλι του ταύρου προς τα πάνω, ο αθλητής πηδάει με στροφή στον αέρα και καταλήγει όρθιος πίσω του!

Λυκέας (φίλος Ιππόλυτου): Ακούγεται επικίνδυνο παιχνίδι!

Φαίδρα (προς τον Λυκέα): Δεν είναι τόσο... Αρκεί να έχεις αυτοσυγκέντρωση. Να φανταστείς ότι ακόμα και γυναίκες συμμετέχουν στο αγώνισμα αυτό! Εγώ η ίδια είχα λάβει μέρος αρκετές φορές! Το αγώνισμα αποτελεί μέρος εορτής με χορούς και ακροβασίες. Ο ταύρος ερεθίζεται από τον ταυροκαθάπτη, ένα ομοίωμα ανθρώπου.

Λυκέας: Ιππόλυτε, θες να παραβγούμε στην αρματοδρομία;

Ιππόλυτος: Ναι, αν και πάλι θα σε νικήσω! Μαίων, θες να συμμετέχεις και εσύ;

Μαίων: Ναι Ιππόλυτε!

Ιππόλυτος: Πάμε να φέρουμε τα άρματα!

Ο Ιππόλυτος, ο Λυκέας και ο Μαίων παίρνουν τα άρματά τους και σε ένα λιβάδι κοντά στο παλάτι ετοιμάζονται για την αρματοδρομία. Η αρματοδρομία ξεκινάει. Από την πρώτη στιγμή ο Ιππόλυτος προηγείται των αντιπάλων του και τελικά νικάει. Οι 3 νέοι γυρνάνε μετά των αγώνα στο παλάτι με τα άρματά τους. Η Φαίδρα τους υποδέχεται στην αυλή.

Φαίδρα (προς τον Ιππόλυτο): Εύγε Ιππόλυτε! Αλλά, δεν βαρέθηκες να βγαίνεις πρώτος στις αρματοδρομίες;

Ιππόλυτος: Ξέρεις πως οι αρματοδρομίες και το κυνήγι είναι οι αγαπημένες μου ενασχολήσεις.

Φαίδρα (γέλια): Ναι! …Θυμάμαι που με τον πατέρα σου είχατε πάει για κυνήγι και σκοτώσατε έναν πάνθηρα! Οι ενασχολήσεις σου είναι λίγο επικίνδυνες! Καλύτερα να ασχολείσαι με το ψάρεμα στον ελεύθερο χρόνο σου!

Ιππόλυτος (γέλια): Μιλάς εσύ που συμμετείχες στα ταυροκαθάψια και έκανες ακροβασίες πάνω από τον ταύρο;

Φαίδρα: Τα ταυροκαθάψια δεν είναι τόσο επικίνδυνα όσο φαίνονται… Στην Κρήτη ο ταύρος είναι το ιερό μας ζώο και όταν το σεβόμαστε μας σέβεται και αυτό! Ο ταύρος είναι χαρακτηριστικό μοτίβο της τέχνης μας. Δεν σκοτώνουμε τους ταύρους. Στην Κρήτη αγαπάμε την φύση. Ιππόλυτε, θες να σου πω διάφορες ιστορίες από την Κρήτη;

Ιππόλυτος: Θα το ήθελα πολύ!

Μητριά και υιός περπατάνε μαζί στην αυλή του παλατιού και κατά το μεσημέρι η Φαίδρα λέγει στον Ιππόλυτο να έλθει στο δωμάτιό της να την ακούσει που παίζει άρπα. Ο Ιππόλυτος με την Φαίδρα πηγαίνουν στο δωμάτιό της. Εκεί ο υιός της Δημοφών είναι στην κούνια με την τροφό δίπλα του.

Φαίδρα (προς τις υπηρέτριές της): Φύγετε! Πάρτε και το βρέφος. Θέλω να μείνω μόνη με τον Ιππόλυτο.

Η Φαίδρα τραγουδάει παίζοντας άρπα. Καθώς τραγουδάει, γλυκοκοιτάζει τον Ιππόλυτο…

Φαίδρα: Ιππόλυτε, έχεις καλογυμνασμένο σώμα! Είσαι ένας πολύ όμορφος νέος. Με το στεφάνι στο κεφάλι σου μοιάζεις με θεό! Τα κορίτσια τρέχουν ξοπίσω σου! Θα ήθελα πολύ να σου μοιάσει ο υιός μου Δημοφών που είναι ακόμα βρέφος.

Ιππόλυτος: Είμαι όμορφος, γιατί το πήρα από τον πατέρα μου! Επίσης, είμαι δυνατός και πρώτος σε όλα τα αγωνίσματα. Ο παιδοτρίβης έχει μείνει άφωνος από τις επιδόσεις μου. Αλλά είμαι συνάμα και έξυπνος. Είμαι καλός στην ανάγνωση, στην γραμματική και στην αποστήθιση ποιημάτων. Ο γραμματιστής λέγει πως είμαι ο καλύτερος μαθητής του! Επίσης, ο κιθαριστής λέγει πως παίζω καταπληκτικά λύρα και αυλό.

Φαίδρα: Σε έχω ακούσει Ιππόλυτε! Η μελωδία από τη λύρα σου με μαγεύει όταν σε ακούω να την παίζεις κάθε απόγευμα και να τραγουδάς ποιήματα. Αλλά το σώμα σου είναι θεϊκό. Έχεις πολύ δυνατούς μύες.

Η Φαίδρα χαϊδεύει τα μπράτσα του Ιππόλυτου και μετά συνεχίζει να του χαϊδεύει το σώμα. Ο Ιππόλυτος την κοιτάει παράξενα. Η Φαίδρα σε μια στιγμή φιλάει τον Ιππόλυτο στο στόμα! Ο Ιππόλυτος τη σπρώχνει από κοντά του!

Ιππόλυτος: Μη! Δεν πρέπει! Είσαι γυναίκα του πατέρα μου και επίσης θα μπορούσες να ήσουν η μητέρα μου και εγώ ο υιός σου! Όλα αυτά τα χρόνια είχα καταλάβει πως έτρεφες ερωτικά αισθήματα για εμένα, αλλά έκανα πως δεν το καταλαβαίνω και προσπαθούσα να σε αποφύγω για να μην στεναχωρήσω τον πατέρα μου… Όμως, δεν αισθάνομαι κάτι για εσένα! Μην με ενοχλήσεις ξανά!

Φαίδρα: Ιππόλυτε, άκουσέ με… Από τότε που μπήκες στην εφηβεία – και από παιδί έγινες ένα πανέμορφο και δυνατό αγόρι – σε έχω ερωτευτεί… Μπορεί να σου φαίνονται περίεργα όλα αυτά, αλλά τρέφω για εσένα συναισθήματα που τόσα χρόνια κρατάω μέσα μου και μόλις τώρα κατάφερα να τα εκδηλώσω πάνω σου. Άσε με να σε χαϊδέψω και να σε φιλήσω πάλι…

Ιππόλυτος (σηκώνεται): Φύγε μακριά μου! Μην με ξαναενοχλήσεις ποτέ! Δεν σε θέλω! Ευτυχώς που ο πατέρας δεν είναι αυτή τη στιγμή στο παλάτι να καταλάβει τι φίδι είσαι!

Φαίδρα: Το ξέρεις πως εδώ και χρόνια βλέπω στα όνειρά μου πως σε αγκαλιάζω, σε φιλάω και εσύ ανταποκρίνεσαι; Γιατί τώρα αντιστέκεσαι; Έλα στην αγκαλιά μου! Αφού ξέρω ότι το θέλεις και εσύ!

Ιππόλυτος: Χάσου από μπροστά μου πόρνη! Είσαι επικίνδυνη, όχι μόνον για εμένα, αλλά και για τον Δημοφώντα, το παιδί που απέκτησες με τον πατέρα μου.

Φαίδρα: Μα δεν ήθελα να…

Ιππόλυτος: Ξέρω ότι με θες! Αλλά δεν θα με αποκτήσεις ποτέ! Αυτό που κάνεις είναι αρρωστημένο! Φεύγω από το δωμάτιό σου και σου επαναλαμβάνω να μην με ενοχλήσεις πάλι!

Ο Ιππόλυτος πριν φύγει από το δωμάτιο της Φαίδρας κοντοστέκεται στην πόρτα.

Ιππόλυτος: Δεν θέλω να καταλάβει τίποτα ο πατέρας! Για αυτό να φέρεσαι κανονικά σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Αν, όμως, απλώσεις πάλι χέρι πάνω μου, θα σε σκοτώσω με το ξίφος μου! Από εδώ και πέρα οι σχέσεις μας θα είναι τυπικές!

Ο Ιππόλυτος φεύγει από το δωμάτιο και η Φαίδρα πέφτει στο κρεβάτι της κλαίγοντας γοερά.

Η Φαίδρα είχε ερωτευτεί σφόδρα τον Ιππόλυτο και η άρνησή του να ενδώσει σε αυτήν, την πείσμωνε ακόμα περισσότερο. Η Φαίδρα δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο μέσα της καταχωνιασμένα τα ερωτικά αισθήματα που έτρεφε για τον Ιππόλυτο.

Την επόμενη ημέρα η Φαίδρα πλησιάζει τον Ιππόλυτο που κάνει γυμνός μπάνιο στα λουτρά του παλατιού. Ο Ιππόλυτος δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία της. Ξαφνικά, στο γεμάτο ατμούς δωμάτιο, αισθάνεται δύο χέρια να του χαϊδεύουν το λαιμό και το στήθος και να τον αγκαλιάζουν. Από το αγκάλιασμα η Φαίδρα του αφήνει σημάδι στο λαιμό με τα νύχια της. Ο Ιππόλυτος γυρνάει και βλέπει πίσω του την Φαίδρα!

Φαίδρα: Έλα να σε αλείψω με μύρο!

Ιππόλυτος: Τι κάνεις εδώ πόρνη! Δεν σου είπα να μην με ξαναενοχλήσεις!

Ο Ιππόλυτος της ρίχνει ένα δυνατό χαστούκι και η Φαίδρα πέφτει κάτω.

Ιππόλυτος: Χάσου από μπροστά μου σκύλα!

Η Φαίδρα βγαίνει γρήγορα έξω από τα λουτρά, σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Κλαίγοντας φθάνει στο δωμάτιό της και διώχνει τις υπηρέτριές της. Η Φαίδρα, από την οργή της που ο Ιππόλυτος δεν ενδίδει, αρχίζει και σπάει διάφορα αντικείμενα στο δωμάτιό της. Είναι τόσο απογοητευμένη που τελικά αυτοκτονεί με ένα μαχαίρι. Πριν αυτοκτονήσει αφήνει ένα σημείωμα.

Λίγο αργότερα μπαίνει μία υπηρέτρια, η Θαλλώ, στο δωμάτιο της Φαίδρας. Την βρίσκει νεκρή και φωνάζει τον Θησέα. Ο Θησέας τρέχει αναστατωμένος και αντικρίζει στο πάτωμα το πτώμα της γυναίκας του σε μία λίμνη αίματος. Δίπλα της υπάρχει ένα σημείωμα που το διαβάζει.

Το σημείωμα γράφει: Θησέα, σε αγαπώ, αλλά δεν θέλω να συνεχίσω να ζω. Ο υιός σου ο Ιππόλυτος πριν λίγο ήλθε στο δωμάτιό μου και ενώ μιλάγαμε με αγκάλιασε, με φίλησε και προσπάθησε να με βιάσει. Εγώ τον απώθησα και αυτός έφυγε. Η ντροπή για την οικογένειά μας είναι μεγάλη. Έτσι, αποφάσισα να θέσω τέρμα στη ζωή μου, για να μην ξεσπάσει σκάνδαλο. Να προσέχεις τον υιό μας Δημοφώντα.

Ο Θησέας βγαίνει έξαλλος από το δωμάτιο της Φαίδρας και τρέχει προς το δωμάτιο του υιού του όπου τον βρίσκει γυμνό.

Θησέας: Ιππόλυτε, γιατί είσαι γυμνός;

Ιππόλυτος: Μόλις γύρισα από τα λουτρά όπου έκανα μπάνιο και τώρα ντύνομαι.

Θησέας: Τι είναι αυτό το σημάδι στο λαιμό σου;

Ιππόλυτος: Γρατσουνιά είναι. Προφανώς από κάποιο κλαρί δένδρου ή πριν καθώς έπαιζα θα έγινε.

Θησέας: Ποιον νομίζεις ότι κοροϊδεύεις! Πριν από λίγο βρήκα την Φαίδρα νεκρή στο δωμάτιό της! Αυτοκτόνησε! Έχασα τη γυναίκα μου και ο υιός μου Δημοφών έμεινε ορφανός από μητέρα! Και είναι βρέφος ακόμα… Σε σημείωμα που μου άφησε η Φαίδρα, γράφει ότι προσπάθησες να την βιάσεις, αλλά αυτή αντιστάθηκε. Ήταν σε τόσο άσχημη ψυχολογική κατάσταση που τελικά αυτοκτόνησε μην αντέχοντας την ντροπή.

Ιππόλυτος: Και εσύ πίστεψες τι έγραφε; Να ξέρεις πως το αντίθετο έγινε! Ενώ ήμουν στα λουτρά ήλθε μέσα και με αγκάλιασε, αλλά την απώθησα. Χθες το μεσημέρι, ενώ μιλούσαμε στην αυλή, με κάλεσε στο δωμάτιό της για να την ακούσω να παίζει άρπα. Εκεί με χάιδεψε και με φίλησε! Αλλά τώρα είναι νεκρή, μην αντέχοντας τις τύψεις για αυτά που έκανε. Αυτοκτόνησε γιατί δεν ενέδιδα στο αρρωστημένο πάθος που έτρεφε χρόνια για εμένα!

Θησέας: Πως τολμάς να λες τέτοια ψέματα για τη σύζυγο του βασιλιά! Προσπαθείς να κρύψεις την ενοχή σου! Δεν έχεις καν τον ανδρισμό να παραδεχθείς ότι την παρενόχλησες ερωτικά!

Ιππόλυτος: Μα πατερά σου είπα ότι…

Θησέας: Φθάνει! Δεν ακούω τίποτα! Από αυτή τη στιγμή παύεις να είσαι υιός μου… Μάζεψε τα πράγματά σου και χάσου από μπροστά μου, να μη σε ξαναδώ ποτέ! Δεν θα ξαναπατήσεις το πόδι σου στο παλάτι! Δεν θέλω να ξανακούσω για εσένα! Είσαι τυχερός που δεν διατάζω να σε σκοτώσουν!

Ιππόλυτος: Με διέγραψες από υιό σου! Τώρα θα έχεις υιό τον Δημοφώντα, το μωρό που απέκτησες με την Φαίδρα! …Φαιδρότητες!!!

Ο Θησέας βγαίνει από το δωμάτιο του Ιππόλυτου. Ο νεαρός οργισμένος και με δάκρυα στα μάτια παίρνει κάποια προσωπικά του αντικείμενα και βγαίνει από το δωμάτιό του. Φθάνει στο στάβλο και ανεβαίνει στο άρμα του (με τα δύο άλογα) και φεύγει.

Ιππόλυτος (φωνάζει): Πατέρα, δεν θα με ξαναδείς ποτέ! Είσαι άχρηστος πατέρας! Πιστεύεις μία νεκρή μέγαιρα, παρά τον υιό σου!

Ο Ιππόλυτος χτυπά με το μαστίγιο με δύναμη τα δύο άλογα και το άρμα ξεκινάει.

Ιππόλυτος (φωνάζει στον πατέρα του που τον κοιτάει από το παλάτι): Άστοργε πατέρα! Θα πάω στην Τροιζήνα να μείνω με τη γιαγιά μου, Αίθρα, στο παλάτι του Πιτθέα.

Θησέας: Την κατάρα μου να έχεις!

Ο νέος από την οργή και την θλίψη του χτυπάει με το μαστίγιο ολοένα και με περισσότερο δύναμη τα άλογά του και το άρμα αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα. Καθώς ο Ιππόλυτος φθάνει στην Τροιζήνα, η ταχύτητα του άρματός του είναι μεγάλη και σε μία στροφή δεν βλέπει πως από την αντίθετη μεριά του δρόμου έρχεται κάποιος βοσκός με τα πρόβατά του. Τα άλογα μόλις στρίβουν τον δρόμο και ξαφνικά συναντούν το κοπάδι τρομάζουν, γλιστρούν και το άρμα εκτρέπεται της πορείας του, ανατρέπεται και τελικά γκρεμίζεται στην θάλασσα. Ο Ιππόλυτος πνίγεται. Ο βοσκός τρέχει στο σημείο που το άρμα έπεσε, αλλά είναι ήδη αργά. Από την άκρη του γκρεμού βλέπει το πτώμα του Ιππόλυτου και το διαλυμένο άρμα με τα άλογα να επιπλέουν στο νερό της θάλασσας. Ο βοσκός αναφέρει το γεγονός στο παλάτι.

Βοσκός (προς την Αίθρα που είναι πλέον ηλικιωμένη): Ένα άρμα που οδηγούσε κάποιος νέος έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, με αποτέλεσμα σε μία στροφή να χάσει τον έλεγχό του και να πέσει από τον γκρεμό στην θάλασσα.

Στην Αθήνα, την επομένη του θανάτου της Φαίδρας, ο Θησέας μιλάει με τους υπηρέτες του παλατιού που έχει ζητήσει να συγκεντρωθούν όλοι μπροστά του.

Θησέας (προς τους υπηρέτες): Μήπως είδε κάποιος από εσάς τι έγινε την ημέρα που η Φαίδρα πέθανε;

Θαλλώ (υπηρέτρια): Η Φαίδρα μπήκε οργισμένη και με δάκρυα στο δωμάτιό της και μας έδιωξε όλες! Στη συνέχεια ακούστηκαν από το δωμάτιο κάποια αντικείμενα να σπάνε. Λίγο αργότερα την βρήκα νεκρή και σας φώναξα...

Θησέας: Δεν είδατε τον Ιππόλυτο να μπαίνει στο δωμάτιό της;

Κερκύων (υπηρέτης): Εγώ είδα τον Ιππόλυτο να βγαίνει αναστατωμένος από τα λουτρά. Τον ρώτησα αν μπορούσα να τον βοηθήσω σε κάτι, αλλά αυτός ήταν πολύ στεναχωρημένος και μου απάντησε πως είχε κάποιο πρόβλημα που θα το ρύθμιζε μόνος του. Μάλιστα, ήταν τόσο αναστατωμένος που δεν είχε ντυθεί, αλλά κυκλοφορούσε με μία πετσέτα και κατευθύνθηκε γρήγορα στο δωμάτιό του...

Θησέας: Δηλαδή, ο Ιππόλυτος δεν πήγε στο δωμάτιο της Φαίδρας όπως αυτή έγραφε στο σημείωμα που μου άφησε;

Θησέας: Χθες το μεσημέρι είδατε τον Ιππόλυτο στο δωμάτιο της Φαίδρας;

Θαλλώ: Ναι. Η Φαίδρα μας έδιωξε όλες, όταν ήλθε με τον Ιππόλυτο. Είπε ακόμα και στην τροφό να πάρει από το δωμάτιο τον υιό σας Δημοφώντα. Μας είπε ότι ήθελε να μείνει μόνη με τον Ιππόλυτο. Άκουγα που του έπαιζε άρπα.

Ο Θησέας στέκεται σκεφτικός.

Θησέας (προς τους υπηρέτες): Κερκύων, μου είπες πως ο Ιππόλυτος έφυγε τόσο αναστατωμένος από τα λουτρά που δεν πρόλαβε να ντυθεί. Άρα, για αυτό τον βρήκα γυμνό στο δωμάτιό του… Η Φαίδρα ήταν στον δωμάτιό της και ήταν νευριασμένη με κάτι και άρχισε να σπάει διάφορά αντικείμενα, αφού πρώτα σας πέταξε έξω… Άρα, ο Ιππόλυτος είχε δίκιο όταν μου είπε πως ήταν στα λουτρά και ότι εκεί ήλθε η Φαίδρα και τον αγκάλιασε, αλλά αυτός την απώθησε. Επίσης, μου είπατε πως χθες το μεσημέρι η Φαίδρα ήταν με τον Ιππόλυτο στο δωμάτιό της και του έπαιζε άρπα… Άρα, είχε δίκιο ο Ιππόλυτος όταν μου είπε πως η Φαίδρα, με το πρόσχημα να του παίξει άρπα, τον κάλεσε στο δωμάτιό της και εκεί τον αγκάλιασε και τον φίλησε… Συνεπώς, η Φαίδρα αυτοκτόνησε από το γεγονός ότι ο Ιππόλυτος δεν ανταποκρινόταν στα ερωτικά της αισθήματά!

Θησέας (φωνάζει): Τι έκανα! Έδιωξα τον μονάκριβο υιό μου! Νόμιζα ότι μου έλεγε ψέματα! Είμαι ένα κτήνος! Πρέπει αμέσως να πάω να βρω τον Ιππόλυτο και να τον φέρω πίσω. Καθώς έφευγε τον άκουσα να μου λέγει ότι θα πάει στο παλάτι στην Τροιζήνα όπου ζει η μητέρα μου, Αίθρα. Πρέπει να τον προλάβω πριν κάνει κάποια τρέλα! Φωνάξτε τους φρουρούς!

Οι φρουροί έρχονται.

Θησέας (προς τους φρουρούς): Ετοιμάστε το άρμα μου. Φεύγω για την Τροιζήνα! Θα με συνοδέψει η βασιλική φρουρά. Φωνάξτε μου τον αρχιστράτηγο Ερμεία.

Ο Ερμείας έρχεται.

Θησέας (προς τον Ερμεία): Φεύγω για την Τροιζήνα για να βρω τον υιό μου. Δεν θα αργήσω. Αναλαμβάνεις προσωρινός διοικητής της πόλης, μέχρι να επιστρέψω.

Ερμείας: Μάλιστα βασιλιά μου.

Ο Θησέας με στρατιωτική συνοδεία αναχωρεί για την Τροιζήνα, για να βρει τον υιό του. Ο Θησέας φθάνει στο παλάτι της Τροιζήνας και συναντάει την Αίθρα.

Θησέας: Μητέρα!

Αγκαλιάζονται.

Αίθρα: Τι σε φέρνει εδώ υιέ μου;

Θησέας: Αναζητώ τον υιό μου, Ιππόλυτο! Προέκυψε κάποια παρεξήγηση και έδιωξα τον υιό μου. Έφυγε με το άρμα του. Είπε ότι θα ερχόταν εδώ στην Τροιζήνα να μείνει μαζί σου. Μητέρα, ήλθε; Τον συνάντησες;

Αίθρα: Λυπάμαι Θησέα, αλλά σου έχω δυσάρεστα νέα... Πρέπει να φανείς δυνατός... Χθες συνέβη ένα δυσάρεστο γεγονός το οποίο μου το μετέφερε κάποιος βοσκός που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας αυτού. Κάποιος νέος οδηγούσε ένα άρμα με ιλιγγιώδη ταχύτητα, με αποτέλεσμα σε μία στροφή να χάσει τον έλεγχό του και να κατακρημνιστεί στην θάλασσα. Προφανώς ήταν ο υιός σου, αλλιώς ήδη θα είχε φθάσει εδώ στο παλάτι.

Θησέας (πέφτοντας στην αγκαλιά της μητέρας του και κλαίγοντας γοερά): Αυτός ήταν μητέρα! Εγώ φταίω! Εγώ τον έδιωξα από το παλάτι, γιατί η Φαίδρα αυτοκτόνησε αφήνοντας κάποιο σημείωμα ότι ο Ιππόλυτος αποπειράθηκε να την βιάσει. Μόλις έμαθα ότι συνέβη ακριβώς το αντίθετο, έτρεξα να προλάβω τον υιό μου που έδιωξα και ερχόταν σε εσένα. Όμως, είναι πλέον αργά... Θα έχω τύψεις για όλη μου τη ζωή για αυτό που έκανα...

Αίθρα: Η Φαίδρα έφταιγε, όχι εσύ! Αλλά τι περίμενες; Ήταν κόρη του Μίνωα. Η κατάρα του Μίνωα, που σκότωσες τον Μινώταυρο, έκλεψες την κόρη του Αριάδνη και παντρεύτηκες την άλλη του κόρη Φαίδρα, έπεσε πάνω σας...

Θησέας: Μητέρα, δεν έχω καμία εξουσία εδώ στην Τροιζήνα. Αλλά σε παρακαλώ να διατάξεις να τιμηθεί ο Ιππόλυτος όπως του αξίζει και να στηθεί μνημείο εις μνήμη του…

Αίθρα: Θησέα, θα σε φιλοξενήσω για δύο ημέρες. Είσαι σε άθλια ψυχολογική κατάσταση και είναι καλύτερα να μείνεις δύο ημέρες με τη μητέρα σου. Πρέπει να σε στηρίξω τώρα που το έχεις ανάγκη…

Θησέας: Σε ευχαριστώ, αλλά θέλω να μείνω μόνος μητέρα… Δεν είναι μόνον η λύπη για τον θάνατο του υιού μου, αλλά και η οργή για τον εαυτό μου που άφησα να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα… Αν πίστευα τον υιό μου, δεν θα ήταν νεκρός. Οι τύψεις, οι Ερινύες, θα με κυνηγούν...

Αίθρα: Θα καταλαγιάσει ο πόνος σου υιέ μου. Δεν έκανες έγκλημα για να σε κυνηγούν οι Ερινύες. Απλά ήταν μοιρόγραφτο να συμβεί…

Ο Θησέας γύρισε στην Αθήνα. Πράγματι, ο χρόνος καταλάγιασε τον πόνο του, αλλά ποτέ δεν συγχώρεσε τον εαυτό του για το λάθος που έκανε να μην εμπιστευτεί το μονάκριβο και αγαπημένο παιδί του. Στην Αθήνα ο Θησέας ασχολήθηκε με την ανατροφή του καρπού της σχέσης του με την Φαίδρα, του Δημοφώντα, που ήταν ακόμα βρέφος.


Κεφάλαιο (Θ) Ο Θησέας και οι Λαπίθες

Περνούν δύο χρόνια από τον θάνατο του Ιππόλυτου. Ο Θησέας είναι πλέον 42 ετών. Μία ημέρα έρχεται κάποιος ξένος αγγελιαφόρος στο παλάτι του Θησέα στην Αθήνα.

Αγγελιαφόρος: Σας φέρνω μήνυμα από τον Πειρίθου, τον βασιλιά των Λαπιθών. Έχει ακούσει για εσάς και σας θαυμάζει. Θα ήθελε πάρα πολύ να έλθετε στην χώρα του στην Θεσσαλία, για να σας γνωρίσει από κοντά.

Θησέας: Πες στον βασιλιά σου πως δέχομαι την πρόσκληση.

Θησέας (προς τον επικεφαλής της βασιλικής φρουράς): Ξούθε! Θα αναχωρήσω αύριο για τη χώρα των Λαπιθών! Φώναξε τον αρχιστράτηγο Ερμεία να έλθει εδώ!

Ο Ερμείας έρχεται.

Θησέας (προς τον Ερμεία): Θα επισκεφτώ τη χώρα των Λαπιθών, έπειτα από πρόσκληση του βασιλιά τους, Πειρίθους. Αναλαμβάνεις προσωρινός διοικητής της πόλης, μέχρι να επιστρέψω.

Ερμείας: Στις διαταγές σου βασιλιά μου.

Θησέας (προς τον Ξούθο): Τι γνωρίζεις για τους Λαπίθες; Στην Θεσσαλία έχω ακούσει μόνον για τους Μυρμιδόνες και τον βασιλιά τους, Αχιλλέα.

Ξούθος: Βασιλιά, οι Λαπίθες είναι ευγενικός και φιλόξενος λαός που ζει στο βόρειο τμήμα της ανατολικής Θεσσαλίας. Είναι ικανότατοι στην ιππασία. Συνάμα, είναι και ικανότατοι πολεμιστές. Γνωστός Λαπίθας είναι ο Καινεύς που λέγεται πως αρχικά ήταν γυναίκα με το όνομα Καινίς, αλλά έγινε αργότερα άτρωτος άνδρας!

Θησέας (γέλια): Θα τους γνωρίσω καλύτερα από κοντά! Θα με συνοδέψει η βασιλικά φρουρά! Αύριο αναχωρούμε. Να προσέχετε τον δίχρονο υιό μου Δημοφώντα.

Ο Θησέας με τη συνοδεία της βασιλικής φρουράς τελικά φθάνει στην Θεσσαλία, στο παλάτι του Πειρίθους.

Θησέας: Τα σέβη μου βασιλιά των Λαπιθών. Είμαι ο Θησέας, ο βασιλιάς των Αθηνών!

Πειρίθους: Η τιμή αξίζει σε εσένα Θησέα! Χαίρομαι που αποδέχθηκες την πρόσκλησή μου και ήλθες να σε γνωρίσω από κοντά. Έχω ακούσει πολλά για εσένα. Τα κατορθώματά σου έχουν γίνει θρύλος! Έμαθα πως έκανες την Αθήνα μεγάλη δύναμη. Αλλά αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο είναι αυτά που άκουσα για τις Αμαζονομαχίες.

Θησέας: Τώρα θα στα πω από κοντά!

Πειρίθους: Θησέα, θα μου κάνεις την τιμή να παρευρεθείς στο τραπέζι μου. Εκεί θα μιλήσουμε με την ησυχία μας. Περιμένω πως και πως να σε ακούσω να μου μιλάς για τις Αμαζονομαχίες!

Θησέας: Το όνομα του λαού σας, Λαπίθες, από πού προέρχεται;

Πειρίθους: Από το ``λαπίζειν΄΄. Λαπίζω σημαίνει: κομπάζω!

Θησέας: Κομπάζετε προφανώς στο ότι είστε καλοί ιππείς και γενναίοι πολεμιστές!

Πειρίθους: Βλέπω ότι έχεις ακούσει για εμάς! Λάβαμε μέρος: στην Αργοναυτική εκστρατεία με τον Ιάσονα, στο κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου, και ήμασταν αντίπαλοι του Ηρακλή και του μαντείου των Δελφών. Ο Καλυδώνιος κάπρος, αν έχεις ακουστά, ήταν ένας αγριόχοιρος που προξενούσε καταστροφές στην πόλη Καλυδώνα της Αιτωλίας. Τον σκότωσε ο Μελέαγρος που είναι υιός του βασιλιά της πόλης, Οινέα, και της Αλθαίας. Η Αλθαία είναι κόρη του Θεστίου, βασιλιά της Πλευρώνας στην Αιτωλία, και αδελφή της Λήδας που παντρεύτηκε τον βασιλιά της Σπάρτης, Τυνδάρεω. Ο Μελέαγρος έχει αδέλφια τον Τυδέα και την Δηιάνειρα η οποία παντρεύτηκε τον Ηρακλή!

Θησέας: Έτυχε να γνωρίσω από κοντά τον Ηρακλή όταν ήμουν τεσσάρων ετών! Είχε επισκεφτεί το παλάτι του παππού μου Πιτθέα, στην Τροιζήνα της Αργολίδος! Αλλά τα χρόνια πέρασαν και ο Ηρακλής έχει πεθάνει.

Πειρίθους: Θησέα, είσαι μεγάλος ήρωας, σαν τον Ηρακλή!

Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο δωμάτιο η Ιπποδάμεια.

Πειρίθους: Θησέα, να σου συστήσω τη μέλλουσα σύζυγό μου, την Ιπποδάμεια. Αύριο νυμφευόμαστε! Θα μας κάνεις, φυσικά, την τιμή να παρευρεθείς στο γάμο μας!

Θησέας: Θα ήταν τιμή μου να παρευρεθώ στους βασιλικούς γάμους!

 

Το μεσημέρι ο Θησέας παρευρίσκεται στο τραπέζι του Πειρίθους και οι δύο τους λένε διάφορες ιστορίες.

Πειρίθους (στο τραπέζι με τον Θησέα): Θησέα, οι ιστορίες που μου είπες με τις Αμαζόνες ξεπερνούν κάθε φαντασία! Από όλα τα κατορθώματά σου κατάλαβα ότι δεν σε έσπρωξε η μοίρα να τα κάνεις, αλλά ότι εσύ ο ίδιος προκάλεσες την τύχη σου και επεδίωξες να γίνεις μεγάλος άνδρας με αυτά.

Θησέας: Για να φθάσει η φήμη μου εδώ στην Θεσσαλία, κάτι θα ξέρεις!

Πειρίθους: Θησέα, μου είσαι πολύ αγαπητός! Θέλω από τούδε και στο εξής να με θεωρείς φίλο σου και ότι χρειαστείς μπορείς να ζητήσεις την βοήθειά μου.

Θησέας: Η φιλία σου με τιμάει βασιλιά. Το ίδιο ισχύει και με εσένα. Συμπάθησα εσένα και το λαό σου και θέλω και εγώ να με θεωρείς φίλο σου και ομοίως ότι χρειαστείς μπορείς να ζητήσεις την βοήθειά μου.

Την επόμενη ημέρα, αργά το απόγευμα, ξεκινάει στο παλάτι το γαμήλιο γλέντι. Ο Πειρίθους και η Ιπποδάμεια κάθονται μαζί στο γαμήλιο τραπέζι. Δίπλα στο ζευγάρι κάθεται τιμητικά ο Θησέας.

Πειρίθους (σηκώνεται από το τραπέζι και μιλάει στους καλεσμένους): Απόψε εορτάζουμε το γάμο μου με την Ιπποδάμεια! Σας ευχαριστώ όλους που ήλθατε και μας τιμάτε! Εύχομαι να περάσετε όλοι καλά στο γαμήλιο γλέντι που θα ακολουθήσει! Στο τραπέζι ο άνδρας που κάθεται δίπλα μου είναι ο Θησέας, ο βασιλιάς των Αθηνών! Όλοι θα έχετε ακούσει τα κατορθώματά του! Ο Θησέας ήλθε έπειτα από πρόσκλησή μου να τον γνωρίσω. Συμπτωματικά έφθασε την παραμονή των γάμων μου και μου έκανε την τιμή να αποδεχθεί την πρόσκλησή μου να παρευρεθεί σήμερα στο ευτυχέστατο, για εμένα, γεγονός.

Θησέας (σηκώνεται από την καρέκλα): Πειρίθους, δεν μπορούσα να μην αποδεχθώ την πρόσκλησή σου! Από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε συνειδητοποίησα ότι είσαι ευγενικός και φιλόξενος – όπως και ο λαός σου. Εύχομαι σε εσένα και στη γυναίκα σου βίον ανθόσπαρτον. Ας σηκωθούμε όλοι, να κάνουμε πρόποση για το ζεύγος και να του ευχηθούμε να ευτυχίσει και να αποκτήσει γερά τέκνα που θα φροντίσουν και για το ευ γήρας των γονιών τους!

Καλεσμένοι (σηκώνονται από το τραπέζι, κάνουν πρόποση και εύχονται στο βασιλικό ζεύγος): Βίον ανθόσπαρτον!

Οι καλεσμένοι αρχίζουν να τρώνε και να πίνουν στο γαμήλιο συμπόσιο.

Πειρίθους: Ας αρχίσουν οι χοροί και τα τραγούδια!

Ομάδα μουσικών με αυλητές, κιθαριστές και άλλους μουσικούς παίζει μουσική και κάποιοι καλεσμένοι σηκώνονται, αγκαλιάζει ο ένας το χέρι του άλλου πιάνοντάς τον από τους ώμους, και χορεύουν κυκλικούς χορούς. Γίνονται δύο ομάδες χορευτών που χορεύουν κυκλικά σε δύο ομόκεντρους κύκλους. Στο τραπέζι το κρασί ρέει άφθονο. Αυτοί που έχουν έλθει περισσότερο στο κέφι, από το πολύ κρασί, είναι οι Κένταυροι. Ο Θησέας τους παρατηρεί.

Θησέας (προς τον Πειρίθου): Πειρίθους, ποιοι είναι αυτοί οι άνδρες που έχουν έλθει στο κέφι;

Πειρίθους: Είναι οι Κένταυροι! Είναι λαός που ζει και αυτός εδώ στην Θεσσαλία. Λατρεύουν τα άλογα και είναι έξοχοι ιππείς. Μάλιστα, παλιοί μύθοι τους παρουσιάζουν από τη μέση και επάνω με σώμα ανθρώπινο και από τη μέση και κάτω με σώμα αλόγου! Οι Κένταυροι είναι ιππείς πολεμιστές. Είναι πολεμοχαρείς και άξεστοι, αλλά είναι συγγενείς μας και δεν μπορούσα να μην τους καλέσω στο γάμο μου.

Θησέας: Τι συγγένεια έχετε;

Πειρίθους: Γενάρχης τους ήταν ο Κένταυρος που ήταν υιός του Ιξίονα και της Νεφέλης. Ο Ιξίων ήταν υιός του Φλεγύα και ήταν βασιλιάς των Λαπιθών, δηλαδή δικός μας βασιλιάς. Κάποτε ο Φλεγύας είχε επιχειρήσει να πυρπολήσει το ναό του Απόλλωνα και είχε τιμωρηθεί αυστηρά για αυτό. Λένε πως στον Άδη καταδικάστηκε να απειλείται μόνιμα από κάποιον ετοιμόρροπο βράχο. Ο Ιξίων έκανε και αυτός μία μεγάλη αμαρτία: σκότωσε τον πεθερό του. …Γενικά, οι Κένταυροι είναι απολίτιστος και πολεμοχαρής λαός.

Θησέας: Είναι όλοι οι Κένταυροι έτσι άξεστοι;

Πειρίθους: Όχι. Λαμπρή εξαίρεση είναι ο υιός της Φιλύρας, Χείρων, που ζει στο Πήλιο όπου έχει σχολή σε μία σπηλιά. Είναι ήρεμος, σοφός και ευγενικός. Ήταν δάσκαλος πολλών ηρώων όπως του Ιάσονα, του Αχιλλέα και του Ασκληπιού, του πατέρα της ιατρικής.

Οι Κένταυροι έχουν μεθύσει και κάνουν ανάρμοστα πράγματα. Φωνάζουν, λένε αισχρόλογα και πειράζουν τις γυναίκες των Λαπιθών. Κάποια στιγμή ο Ευρυτίων, ένας από αυτούς, μιλάει σε μία γυναίκα που κάθεται κοντά του.

Ευρυτίων: Πώς σε λένε;

Ευρώπη: Ευρώπη.

Ευρυτίων (γελώντας): Είσαι η κόρη του Αγήνορα και της Τηλέφασσας που ερωτεύτηκε ο Δίας και μεταμορφωμένος σε λευκό ταύρο την απήγαγε και την πήγε στην Κρήτη;

Ευρώπη: Έχεις μεθύσει και δεν ξέρεις τι λες!

Ο Ευρυτίων πιάνει την Ευρώπη αγκαλιά και την χαϊδεύει.

Ευρώπη: Κάτω τα χέρια σου απολίτιστε! Μην με αγγίζεις!

Ευρυτίων: Ευρώπη, είμαι ο Δίας και θα σε απαγάγω!

Ευρυτίων (προς τους Κενταύρους): Ας πάρουμε μαζί μας όλες τις γυναίκες των Λαπιθών και ας φύγουμε!

Οι μεθυσμένοι Κένταυροι σηκώνονται και αρπάζουν όποια γυναίκα βρουν μπροστά τους! Ο Πειρίθους βλέπει τη σκηνή.

Πειρίθους: Στρατιώτες! Πετάξτε έξω από το παλάτι αυτούς τους άξεστους!

Οι στρατιώτες διώχνουν με την βία τους Κενταύρους. Ο Ευρυτίων είναι έτοιμος να βιάσει την Ευρώπη. Όταν τον πλησιάζουν οι στρατιώτες πιάνει ένα μαχαίρι.

Ευρυτίων (προς τους στρατιώτες): Φύγετε, αλλιώς θα σκοτώσω την Ευρώπη!

Οι στρατιώτες συλλαμβάνουν τον Ευρυτίωνα και τον πάνε στον Πειρίθους.

Στρατιώτης (προς τον Πειρίθους): Βασιλιά, ο Κένταυρος αυτός προσπάθησε να βιάσει μία γυναίκα και μετά όταν τον πλησιάσαμε απείλησε να τη σφάξει με ένα μαχαίρι!

Πειρίθους: Πάρτε τον! Να του κόψετε τη μύτη και τα αυτιά και να τον πετάξετε έξω από το παλάτι!

Έτσι και έγινε. Οι στρατιώτες κόβουν τη μύτη και τα αυτιά του Ευρυτίωνα και τον πετάνε έξω από το παλάτι. Εκεί είναι συγκεντρωμένοι και οι άλλοι Κένταυροι που έχουν διώξει, με την βία οι Λαπίθες.

Κάρνος (Κένταυρος): Δεν πρέπει να τους αφήσουμε έτσι, ατιμώρητους! Μας πέταξαν έξω σαν σκυλιά!

Άλλος Κένταυρος (δείχνοντας τον Ευρυτίωνα): Κοιτάξτε τι έκαναν στον Ευρυτίωνα! Του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά! Κάρνε, τι θα κάνουμε;

Κάρνος: Θα εκδικηθούμε αμέσως τους Λαπίθες!

Οι Κένταυροι πετάνε ξύλα και πέτρες στο παλάτι. Οι στρατιώτες απαντάνε με βέλη και σκοτώνουν μερικούς Κενταύρους.

Κάρνος (προς τους Κενταύρους): Ας φύγουμε! Αύριο το πρωί θα επιστρέψουμε, θα σκοτώσουμε όλους τους Λαπίθες και θα πάρουμε τις γυναίκες τους!

Οι Κένταυροι με τα άλογά τους φεύγουν. Γυρίζουν την επομένη το πρωί με άγριες διαθέσεις. Συγκεντρώνονται έξω από το τείχος της πόλης. Είναι πάνω στα άλογά τους. Στο παλάτι ο Πειρίθους συνομιλεί με τον Θησέα. Ξαφνικά μπαίνει ο επικεφαλής των στρατιωτών του, Άνιος.

Άνιος: Βασιλιά, μας επιτίθενται οι Κένταυροι!

Πειρίθους: Άνιε, να σημάνεις αμέσως συναγερμό! Θέλω να τους σκοτώσετε όλους!

Οι Λαπίθες από το τείχος βάλλουν με τόξα εναντίον των Κενταύρων και σκοτώνουν αρκετούς. Στη συνέχεια οι Λαπίθες στρατιώτες, με επικεφαλής τον Πειρίθους, βγαίνουν να αντιμετωπίσουν τους Κενταύρους. Ακολουθεί άγρια μάχη. Βέλη, ακόντια και βλήματα από σφενδόνες σκοτώνουν αρκετούς Κενταύρους. Οι Κένταυροι ρίχνουν βέλη ιππαστί. Πολλοί Λαπίθες πέφτουν νεκροί. Οι απώλειες των Λαπιθών είναι μεγάλες. Τελικά, οι Λαπίθες υποχωρούν. Στο παλάτι ο Άνιος συνομιλεί με τον βασιλιά. Ο Θησέας παρακολουθεί τη συζήτηση.

Άνιος: Βασιλιά, δεν καταφέραμε να τους αποκρούσουμε… Είναι πολλοί και είναι αρκετά ικανοί στο να εκσφενδονίζουν βέλη από τα καλπάζοντα άλογά τους. Τι θα κάνουμε;

Θησέας (προς τον Πειρίθους): Μην ανησυχείς Πειρίθους! Όταν σε γνώρισα, είχα πει πως σε θεωρώ φίλο μου και πως θα σε βοηθήσω όποτε με χρειαστείς. Έφθασε η ώρα! Θα μπορούσα να επιστρέψω στην Αθήνα και να σας αφήσω στην τύχη σας. Αλλά δεν θα το κάνω!

Θησέας: Καλέστε τον Ξούθο, τον επικεφαλή της φρουράς μου!

Ο Ξούθος έρχεται.

Θησέας: Ξούθε! Φύγε αμέσως για την Αθήνα! Ζήτα από τον αρχιστράτηγο Ερμεία να στείλει εδώ στρατιωτική ενίσχυση 1000 ανδρών. Επικεφαλής θα είναι ο στρατηγός Αλβίων. Ο Ερμείας θα παραμείνει προσωρινός διοικητής της πόλεως, έως ότου επιστρέψω.

Οι άγριες μάχες μεταξύ των Κενταύρων και των Λαπιθών συνεχίζονται. Μετά από μία εβδομάδα καταφθάνει η στρατιωτική βοήθεια από την Αθήνα, με επικεφαλής τον στρατηγό Αλβίων. Ο Αλβίων μπαίνει στο παλάτι όπου συναντάει τον Πειρίθους και τον Θησέα.

Αλβίων (προς τον Θησέα): Βασιλιά μου, κάναμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε για να φθάσουμε!

Θησέας: Θα επιτεθούμε αμέσως εναντίον των Κενταύρων!

Ο αθηναϊκός στρατός, συνασπισμένος με το στρατό των Λαπιθών, καταφέρνει να νικήσει σε μία μεγάλη μάχη τους Κενταύρους και το ανίκητο ιππικό τους.

Οι Κένταυροι μετά τη μάχη έφυγαν από την Θεσσαλία και διασκορπίστηκαν στη Μακεδονία και στην Ήπειρο. Η μάχη μεταξύ των Κενταύρων και των Λαπιθών ονομάστηκε Κενταυρομαχία.

Στο παλάτι του Πειρίθους, ο βασιλιάς των Λαπιθών ευχαριστεί τον Θησέα.

Πειρίθους: Σε ευχαριστώ Θησέα! Η αρωγή σας ήταν πολύτιμη για να νικήσουμε και να εκδιώξουμε από τον τόπο μας τους Κενταύρους.


Κεφάλαιο (Ι) Η απαγωγή της ωραίας Ελένης

Μετά από λίγο καιρό ο Πειρίθους επισκέφτηκε τον Θησέα στο παλάτι του στην Αθήνα.

Οι δύο βασιλιάδες συνομιλούν.

Πειρίθους: Χαίρε Θησέα, αγαπημένε μου φίλε που έσωσες την πατρίδα μου!

Θησέας: Πειρίθους! Τι ευχάριστη έκπληξη!

Πειρίθους: Ήλθα να σε δω Θησέα.

Θησέας: Πειρίθους, σου απέδειξα εμπράκτως την φιλία μου, με την βοήθεια μου στην Κενταυρομαχία. Όμως, τώρα θα την αποδείξεις και εσύ! Ξέρεις πως μου αρέσουν οι προκλήσεις! Στη Σπάρτη ζει η δωδεκάχρονη Ελένη. Είναι κόρη της Λήδας και μένει στο παλάτι του συζύγου της, Τυνδάρεω, που είναι βασιλιάς της Σπάρτης. Η Λήδα είναι κόρη του Θεστίου, βασιλιά της Πλευρώνας στην Αιτωλία. Η Ελένη έχει έναν αδελφό, τον Πολυδεύκη, και δύο ετεροθαλή – από πατέρα – αδέλφια: τον Κάστορα και την Κλυταιμνήστρα. Ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης είναι οι Διόσκουροι. Είχαν πάρει μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Η Κλυταιμνήστρα έχει παντρευτεί τον βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα. Ο Αγαμέμνων είναι υιός του Ατρέα που ήταν και αυτός βασιλιάς των Μυκηνών. Ο Ατρέας είχε και έναν άλλο υιό: τον Μενέλαο. Για να πάρει τον θρόνο των Μυκηνών ο Ατρέας εξόρισε τον αδελφό του Θυέστη και όχι μόνον αυτό, αλλά σκότωσε τα παιδιά του και του προσέφερε το κρέας τους σε δείπνο στο οποίο τον κάλεσε δήθεν για να συμφιλιωθούν. Όταν ο Ατρέας του αποκάλυψε την αλήθεια, τότε ο Θυέστης κλονίστηκε. Ύστερα από χρόνια ο Θυέστης επέστρεψε στις Μυκήνες με τον υιό του Αίγισθο και σκότωσε τον αδελφό του, Ατρέα. Ο Ατρέας και ο Θυέστης ήταν παιδιά του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας. Η Ιπποδάμεια ήταν κόρη του Οινομάου που ήταν βασιλιάς της Πίσας στην Ηλεία. Ο Οινόμαος σκοτώθηκε έπειτα από δολιοφθορά στο άρμα του από τον Πέλοπα, σε αρματοδρομία που έκανε μαζί του. Ο Μυρτίλος, ο ηνίοχος του Οινομάου που έκανε την δολιοφθορά, είχε κακό τέλος και μάλιστα από τον ίδιο τον Πέλοπα που αργότερα τον έριξε στην θάλασσα, στο πέλαγος που από αυτόν ονομάστηκε Μυρτώο. Μετά τον θάνατο του Οινομάου, ο Πέλοπας νυμφεύθηκε την Ιπποδάμεια και έγινε ο νέος βασιλιάς της Πίσας. Ο Πέλοπας απέκτησε και έναν νόθο υιό, τον Χρύσιππο, που όμως τον σκότωσε η Ιπποδάμεια για να μην πάρει τον θρόνο από τους υιούς της, Ατρέα και Θυέστη. Ο Πέλοπας εξόρισε την Ιπποδάμεια και καταράστηκε τους δύο υιούς του να μην μονάσουν ποτέ. Ο Πέλοπας είναι ο προπάππος μου! Με την Ιπποδάμεια απέκτησαν τον παππού μου, Πιτθέα, που έγινε βασιλιάς της Τροιζήνας. Ο Πέλοπας, ως βασιλιάς της Πίσας, έγινε κύριος της Ολυμπίας και αναδιοργάνωσε τους ολυμπιακούς αγώνες δίδοντας λαμπρότητα σε αυτούς.

Πειρίθους: Ενδιαφέροντα όλα αυτά. Αλλά μίλα μου για την Ελένη! Γιατί θες να την κλέψεις;

Θησέας: Για την Ελένη λένε πως είναι πανέμορφη. Ένας μύθος λέγει πως θα γίνει η ομορφότερη γυναίκα στον κόσμο! Θα την κλέψω και σε λίγα χρόνια θα την παντρευτώ. Θες να έλθεις μαζί μου στη Σπάρτη να με βοηθήσεις να την κλέψουμε;

Πειρίθους: Θα σε βοηθήσω! Σου το οφείλω! Θα πάμε στη Σπάρτη με τα άλογά μας. Θα μπούμε στο παλάτι και θα αρπάξουμε την Ελένη νύχτα, για να μην μας αντιληφθούν.

Ο Θησέας και ο Πειρίθους φθάνουν με τα άλογά τους στη Σπάρτη και αρπάζουν τη νύχτα την δωδεκάχρονη Ελένη από το δωμάτιό της στο παλάτι. Για να μην φωνάξει, την φιμώνουν. Την βάζει ο Θησέας στο άλογό του και οι δύο άνδρες φεύγουν γρήγορα. Στον δρόμο ο Θησέας απευθύνεται στον Πειρίθους.

Θησέας: Πειρίθους, αρπάξαμε την θετή κόρη του βασιλιά της Σπάρτης, Τυνδάρεω! Θα μας κυνηγήσουν, όταν αντιληφθούν την απουσία της! Προτείνω να πάμε την μικρή Ελένη στο παλάτι στην Τροιζήνα όπου ζει η ηλικιωμένη μητέρα μου, Αίθρα.

Πειρίθους: Καλύτερα να την πάμε εκεί Θησέα! Αν μας συλλάβουν θα μας σκοτώσουν! Εκεί η μικρή θα είναι ασφαλής.

Οι άνδρες με τη μικρή φθάνουν στο παλάτι της Τροιζήνας. Ο Θησέας συναντάει την ηλικιωμένη μητέρα του.

Αίθρα: Θησέα, αγόρι μου!

Μητέρα και υιός αγκαλιάζονται.

Αίθρα: Τι σε φέρνει εδώ υιέ μου; Πάλι κάτι θα έκανες και θες την βοήθειά μου!

Θησέα: Με κατάλαβες! Αυτός είναι ο Πειρίθους, ο βασιλιάς των Λαπιθών – λαού της Θεσσαλίας. Αρπάξαμε το κορίτσι αυτό! Είναι η δωδεκάχρονη Ελένη, θετή κόρη του βασιλιά της Σπάρτης, Τυνδάρεω! Ένας μύθος λέγει πως θα γίνει η ομορφότερη γυναίκα στον κόσμο! Έτσι την άρπαξα και σε λίγα χρόνια θα την παντρευτώ!

Αίθρα: Τι έκανες πάλι αγόρι μου! Θα σας σκοτώσουν αν σας βρουν! Αν μάλιστα καταλάβουν πως την πήρες μαζί σου στην Αθήνα, τότε η Σπάρτη θα σας κηρύξει τον πόλεμο!

Θησέας: Το γνωρίζω μητέρα. Γι’ αυτό την φέραμε εδώ. Θα μεγαλώσει μαζί σου! Εμείς θα φύγουμε στις πόλεις μας που έμειναν προσωρινά χωρίς βασιλιά, εξαιτίας ενός κοριτσιού! Όμως, θα έρχομαι να βλέπω την Ελένη. Όταν μεγαλώσει, σε λίγα χρόνια, θα την παντρευτώ!

Αίθρα: Πάλι τα κατάφερες Θησέα! …Τέλος πάντων! Θα κρατήσω την μικρή Ελένη. Θα μεγαλώσει με ασφάλεια μαζί μου. Φυσικά, θα αποκρύψω από όλους την πραγματική ταυτότητά της και θα φροντίσω να μένει την περισσότερη διάρκεια της ημέρας στον γυναικωνίτη και να συνοδεύεται συνεχώς από μία έμπιστη υπηρέτριά μου.

Θησέας: Ευχαριστώ μητέρα! Φεύγω τώρα και θα ξαναγυρίσω να δω την Ελένη και φυσικά…και εσένα!

Ο Θησέας γύρισε στην Αθήνα και ο Πειρίθους στην Θεσσαλία.

Οι αδελφοί της Ελένης, οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης, αναζήτησαν παντού την Ελένη. Κάποια ημέρα έφθασαν στο παλάτι της Τροιζήνας.

Στο παλάτι οι Διόσκουροι συναντούν την Αίθρα.

Πολυδεύκης: Αναζητούμε εδώ και έναν χρόνο την, δεκατριάχρονη πλέον, αδελφή μας που κάποιοι απήγαγαν. Είναι θετή κόρη του βασιλιά της Σπάρτης, Τυνδάρεω!

Αίθρα: Δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Δεν έχει υποπέσει κάτι στην αντίληψή μου σχετικά με το θέμα αυτό.

Όμως, εκείνη τη στιγμή μπαίνει η μικρή Ελένη με την υπηρέτρια που την πρόσεχε. Οι Διόσκουροι την αναγνωρίζουν.

Πολυδεύκης: Ελένη!

Οι Διόσκουροι παίρνουν αμέσως τη μικρή από την υπηρέτρια.

Κάστωρ (προς την Αίθρα): Γιατί μας είπες ψέματα;

Αίθρα: Έπρεπε να προστατεύσω τον υιό μου. Αυτός την πήρε! Άκουσε έναν μύθο ότι η Ελένη θα γίνει η ομορφότερη γυναίκα στον κόσμο και έτσι την πήρε από εσάς. Συγχωρέστε τον… Ήταν μία τρέλα… Δεν θα της έκανε κακό…

Κάστωρ: Θα τον σκοτώσω!

Πολυδεύκης: Δεν αξίζει τον κόπο... Άλλωστε, βρήκαμε την Ελένη! Δεν θέλω εκδίκηση, γιατί μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας. Φεύγουμε αμέσως για τη Σπάρτη!

Αίθρα: Μία στιγμή! Εδώ και έναν χρόνο μεγάλωσα την Ελένη σας σαν δικό μου παιδί... Έχω δεθεί μαζί της... Αφήστε με να έλθω μαζί σας...

Κάστωρ: Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να μας ακολουθήσεις. Αλλά τι θα κάνεις στη Σπάρτη;

Αίθρα: Θα ζητήσω, εκ μέρους του υιού μου, συγνώμη από τον βασιλιά για την απαγωγή της θετής του κόρης, και θα γίνω η παραμάνα της στο παλάτι!

Η Αίθρα ακολούθησε τους Διόσκουρους και έγινε η παραμάνα της ωραίας Ελένης στο παλάτι του Τυνδάρεω στη Σπάρτη. Αργότερα, η Ελένη παντρεύτηκε τον Μενέλαο, τον αδελφό του βασιλιά των Μυκηνών – Αγαμέμνονα ο οποίος είχε νυμφευτεί την αδελφή της Ελένης, Κλυταιμνήστρα. Όμως, κάποια ημέρα που ο Μενέλαος έλειπε στην Κρήτη, η Ελένη ερωτεύτηκε τον Πάρι – ένα βασιλόπουλο από την ελληνική αποικία Ίλιον που είχε επισκεφτεί το παλάτι του Μενέλαου στη Σπάρτη. Το Ίλιον ή αλλιώς Τροία ήταν ελληνική αποικία χτισμένη στην περιοχή Τρωάδα της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας. Ο Πάρις ήταν υιός του βασιλιά της Τροίας, Πριάμου, και της Εκάβης. Ο Πάρις έκλεψε την ωραία Ελένη, καθώς και τους θησαυρούς του παλατιού, και έφυγε για την Τροία. Όταν επέστρεψε στη Σπάρτη ο Μενέλαος και αντελήφθη τι έγινε, τότε κήρυξε τον πόλεμο στην Τροία. Ο αδελφοκτόνος τρωικός πόλεμος μεταξύ Αχαιών και Τρώων κράτησε 10 έτη. Στον πόλεμο ο Πάρις σκοτώθηκε από βέλος του βασιλιά της Μαγνησίας, Φιλοκτήτη, το οποίο ήταν ένα από τα φαρμακερά βέλη που του είχε χαρίσει ο φίλος του ο Ηρακλής. Έπειτα από τον θάνατό του Πάρι, η Ελένη νυμφεύθηκε τον αδελφό του, Δηίφοβο. Τελικά, η Τροία αλώθηκε και ο Μενέλαος πήρε πίσω την Ελένη την οποία συγχώρεσε για την απιστία της.


Κεφάλαιο (Κ) Θησέας και Πλούτωνας

Τα χρόνια περνούν. Ο Θησέας είναι 45 ετών. Η περιπέτεια που θα ζούσε έμελλε να είναι η τελευταία.

Ο Πειρίθους, ο βασιλιάς των Λαπιθών, επισκέπτεται τον Θησέα στο παλάτι του – στην Ακρόπολη.

Θησέας: Πειρίθους! Αγαπημένε μου φίλε! Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει εδώ;

Πειρίθους: Φίλε μου Θησέα! Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω πάλι! Σε επιθύμησα!

Θησέας: Δυστυχώς είναι οι αποστάσεις και τα καθήκοντα που μας δεσμεύουν και δεν μπορούμε να συναντιόμαστε συχνά. Εσύ είσαι βασιλιάς των Λαπιθών στη μακρινή Θεσσαλία και εγώ βασιλιάς της πόλεως των Αθηνών. Παρά ταύτα, κάθε χρόνο συναντιόμαστε!

Πειρίθους: Θυμάσαι πριν από τρία χρόνια που πήγαμε μαζί στη Σπάρτη, κλέψαμε την ωραία Ελένη και την αφήσαμε στη μητέρα σου, στο παλάτι της Τροιζήνας;

Θησέας: Απίστευτη περιπέτεια! Τελικά, έπειτα από έναν χρόνο οι δύο αδελφοί της, οι Διόσκουροι, την ανακάλυψαν και έτσι η ωραία Ελένη γύρισε στο παλάτι της Σπάρτης. Το συγκλονιστικό είναι πως η μητέρα μου, τον ένα χρόνο που μεγάλωσε τη μικρή στο παλάτι της Τροιζήνας, δέθηκε τόσο πολύ μαζί της που όταν ήλθαν οι Διόσκουροι και πήραν τη μικρή, η μητέρα μου τους ακολούθησε στη Σπάρτη και τώρα είναι παραμάνα της ωραίας Ελένης στο παλάτι του Τυνδάρεω! Η Ελένη είναι 15 ετών τώρα και έμαθα ότι είναι πανέμορφη, σαν την Αφροδίτη!

Πειρίθους: Άρα, επαληθεύτηκε ο μύθος ότι είναι η ομορφότερη γυναίκα στον κόσμο! Θες μήπως να την ξανακλέψουμε;

Θησέας (γέλια): Όχι! Άσε κάποιον άλλον να το επιχειρήσει! Δεν επιθυμώ κρίση των διπλωματικών σχέσεων Αθήνας – Σπάρτης!

Πειρίθους: Θησέα, διψάω για νέες περιπέτειες! Θέλω να προκαλέσουμε μαζί την τύχη μας!

Θησέας: Ξέρω πόσο ταιριάζουμε! Εγώ, παρόλο που είμαι βασιλιάς των Αθηνών και έχω τα πάντα, θέλω να κάνω συνεχώς όλο και νέα κατορθώματα. Αυτήν την φορά δεν θα αρπάξουμε την Ελένη, αλλά την Περσεφόνη ή αλλιώς Κόρη!

Πειρίθους: Τη γυναίκα του Πλούτωνα, του βασιλιά του Κάτω Κόσμου;

Θησέας; Ναι. Η Περσεφόνη είναι κόρη της Δήμητρας. Την ερωτεύτηκε ο βασιλιάς Πλούτωνας και την απήγαγε. Την πήρε στο βασίλειό του και την παντρεύτηκε. Ο Πλούτωνας λένε πως έχει μια περικεφαλαία που λέγεται ``κυνή΄΄. Είναι από δέρμα σκύλου και τον κάνει αόρατο!

Πειρίθους: Μα το βασίλειό του Πλούτωνα είναι στον Άδη! Πως θα πάμε εκεί;

Θησέας: Ναι, οι θρύλοι λένε πως το βασίλειο του Πλούτωνα είναι στον Κάτω Κόσμο. Εκεί βασιλεύει με την Περσεφόνη, τη γυναίκα του. Ο Πλούτωνας είναι ο βασιλιάς του θανάτου και των νεκρών. Όμως, στην πραγματικότητα το παλάτι του Πλούτωνα είναι κοντά στην Αχερουσία λίμνη, στην Ήπειρο. Εκεί είναι οι πύλες του Άδη τις οποίες φυλάει ο Κέρβερος, ένας σκύλος που λένε ότι έχει 3 κεφάλια και φιδίσια ουρά! Ο Χάροντας, διαπλέοντας τον Αχέροντα ποταμό, μεταφέρει τις ψυχές των νεκρών στον Άδη και μάλιστα έναντι αμοιβής!

Πειρίθους: Το γνωρίζω!

Θησέας: Πάντως, για μας τους Αθηναίους οι πύλες του Άδη είναι στην Ελευσίνα, σε μία σπηλιά ενός λόφου! Εκεί γίνονται και τα Ελευσίνια μυστήρια.

Πειρίθους: Το σίγουρο είναι πως το παλάτι του Πλούτωνα είναι στην Ήπειρο. Εκεί έχει και το βασίλειό του ο Μολοσσός, ο βασιλιάς της Ηπείρου. Οι Μολοσσοί είναι γνωστός λαός της Ηπείρου.

Θησέας: Το ξέρω. Σχετικά με τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, τους άρχοντες του Κάτω Κόσμου, υπάρχει η ιστορία με τον Ορφέα! Ο Ορφέας ήταν υιός του βασιλιά της Θράκης, Οίαγρου, και της Καλλιόπης. Ο Ορφέας ήταν αοιδός, ποιητής και μουσικός. Ο Ορφέας με τον Λίνο είναι οι εφευρέτες του τραγουδιού και της μουσικής. Ο Λίνος είναι υιός του βασιλιά και μάντη του Άργους, Αμφιάραου, και της Ουρανίας. Ο Ορφέας είχε ως σύζυγο την Ευρυδίκη. Η Ευρυδίκη πέθανε όταν την δάγκωσε ένα φίδι. Τότε, κατά το μύθο, ο Ορφέας πήγε στις πύλες του Άδη και παρακάλεσε τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη να του επιτρέψουν να της τραγουδήσει ένα λυπητερό τραγούδι, ώστε να τον ακούσει και να βγει από τον Άδη. Ο άρχοντες του Άδη δέχθηκαν με την προϋπόθεση ο Ορφέας να μην κοιτάξει πίσω του στον Άδη καθώς τραγουδάει. Όμως, ο Ορφέας δεν άντεξε να μην γυρίσει το κεφάλι του για να αντικρίσει την αγαπημένη του που ανέβαινε προς το μέρος του καθώς αυτός της τραγουδούσε. Έτσι, παράκουσε την εντολή και η Ευρυδίκη παρέμεινε στον κόσμο των νεκρών. Έκτοτε, ο μύθος λέγει πως ο Ορφέας πηγαίνει και τραγουδάει με τη λύρα του στις πύλες του Άδη ένα λυπητερό τραγούδι, στην προσπάθειά του να τον ακούσει η αγαπημένη του Ευρυδίκη, να βγει από τον Άδη, και να τον συναντήσει…

Πειρίθους: Τι συγκινητική ερωτική ιστορία…

Θησέας: Η Περσεφόνη, όπως σου έλεγα, είναι κόρη της Δήμητρας που έχει και έναν υιό, τον Ίακχο. Η Περσεφόνη λέγεται ότι είναι πανέμορφη.

Πειρίθους: Σαν την ωραία Ελένη;

Θησέας: Ναι! Και θέλω να την κλέψω και να την έχω δική μου!

Πειρίθους: Δέχομαι να σε ακολουθήσω! Θα πάμε μαζί! Άλλωστε, έχουμε εμπειρία, από την αρπαγή της ωραίας Ελένης!

Θησέας: Αύριο κιόλας το πρωί αναχωρούμε.

Θησέας (προς τον επικεφαλής της βασιλικής φρουράς): Ξούθε! Θα αναχωρήσω αύριο για την Ήπειρο! Κάλεσε τον αρχιστράτηγο Μενεσθέα να έλθει εδώ!

Ο Μενεσθέας έρχεται.

Θησέας (προς τον Μενεσθέα): Μενεσθέα, θα επισκεφτώ την Ήπειρο. Αναλαμβάνεις προσωρινός διοικητής της πόλης, μέχρι να επιστρέψω. Να προσέχετε τον πεντάχρονο υιό μου Δημοφώντα.

Μενεσθέας: Στις διαταγές σου βασιλιά μου!

Την επομένη το πρωί ο Θησέας και ο καρδιακός του φίλος, Πειρίθους, αναχωρούν για την Ήπειρο με τα άλογά τους. Μετά από αρκετές ημέρες φθάνουν στο παλάτι του Πλούτωνα που βρίσκεται κοντά στην Αχερουσία λίμνη.

Το τοπίο είναι ομιχλώδες. Οι δύο άνδρες μπαίνουν στο παλάτι του Πλούτωνα. Ένας στρατιώτης τους σταματάει.

Θέογνις (στρατιώτης): Σταματήστε! Ποιοι είστε;

Θησέας: Μπορείς να μας οδηγήσεις στον βασιλιά σου; Θέλουμε να τον συναντήσουμε. Είμαστε βασιλιάδες!

Θέογνις: Περιμένετε εδώ να τον ενημερώσω…

Ο Θέογνις πηγαίνει στην αίθουσα του θρόνου. Ο Πλούτωνας και η Περσεφόνη κάθονται στους μαύρους θρόνους τους που είναι σκαλισμένοι σε ξύλο από έβενο. Ο Πλούτωνας σηκώνεται κρατώντας το σκήπτρο του.

Πλούτωνας: Το συμβαίνει Θέογνη;

Θέογνις: Δύο άνδρες ζητάνε να σας δουν, άρχοντά μου.

Πλούτωνας: Ποιοι είναι Θέογνη;

Θέογνις: Λένε ότι είναι βασιλιάδες!

Πλούτωνας: Να περάσουν!

Ο Θησέας και ο Πειρίθους μπαίνουν στην αίθουσα του θρόνου.

Πλούτωνας: Ποιοι είστε εσείς;

Θησέας: Είμαι ο Θησέας, ο βασιλιάς των Αθηνών. Δίπλα μου είναι ο Πειρίθους, ο βασιλιάς των Λαπιθών.

Πλούτωνας (κάπως ειρωνικά): Τιμή μου!

Πλούτωνας (δείχνοντας τη γυναίκα του): Από εδώ είναι η σύζυγός μου, Περσεφόνη.

Θησέας: Τιμή μας που σας γνωρίζουμε.

Πλούτωνας: Πώς και επισκεφτήκατε το παλάτι μου; Πάρα πολύ σπάνια έρχονται ξένοι εδώ. Ο κόσμος πιστεύει πως είμαι ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου, βασιλιάς των νεκρών και του θανάτου. Άλλωστε, εδώ κοντά είναι οι πύλες του Άδη. Υπάρχει στην περιοχή και νεκρομαντείο.

Θησέας: Βασιλιά Πλούτωνα, θέλαμε να σε γνωρίσουμε. Είχαμε ακούσει τόσα για εσένα που αποφασίσαμε να έλθουμε εδώ να σε συναντήσουμε.

Πλούτωνας: Κάνατε τόσο δρόμο να φθάσετε εδώ, στις πύλες του Άδη, απλά για να με γνωρίσετε;

Πειρίθους: Ναι! Είναι μεγάλη μας τιμή, βασιλιά, που σε συναντούμε από κοντά!

Ο Θησέας και ο Πειρίθους κοιτάνε έντονα την Περσεφόνη. Ο Πλούτωνας το αντιλαμβάνεται.

Πλούτωνας: Θα είσαστε κουρασμένοι από το ταξίδι.

Θησέας: Ναι.

Πλούτωνας: Ο Θέογνις θα σας συνοδέψει στον ξενώνα για να ξεκουραστείτε. Το βράδυ θα παρευρεθείτε στο δείπνο μου.

Πλούτωνας (προς τον Θέογνη): Θέογνη! Συνόδεψε τους δύο βασιλείς στον ξενώνα.

Ο Θέογνις συνοδεύει τον Θησέα και τον Πειρίθους στον ξενώνα. Στη συνέχεια επιστρέφει στην αίθουσα του θρόνου όπου κάθεται μόνος του ο Πλούτωνας.

Πλούτωνας: Θέογνη, κάτι δεν πηγαίνει καλά με τον Θησέα με τον Πειρίθους... Δεν τους έχω εμπιστοσύνη! Δεν με πείθουν. Υποψιάζομαι πως κάτι άλλο τους έφερε εδώ…

Θέογνις: Καλύτερα να τους παρακολουθήσετε, βασιλιά μου.

Πλούτωνας: Θα φορέσω την ``κυνή΄΄, θα γίνω αόρατος και θα μπω στο δωμάτιό τους.

Ο Πλούτωνας φοράει την περικεφαλαία ``κυνή΄΄ από δέρμα σκύλου η οποία τον κάνει αόρατο. Πηγαίνει στο δωμάτιο του ξενώνα και ακούει τη συνομιλία των δύο ανδρών.

Θησέας: Σήμερα το βράδυ είναι η κατάλληλη ευκαιρία να αρπάξουμε την Περσεφόνη!

Πειρίθους: Είδες πόσο όμορφη είναι!

Θησέας: Είναι πανέμορφη! Θα την αρπάξουμε και θα φύγουμε με τα άλογά μας, πριν μας καταλάβει κανένας.

Ο Πλούτωνας, που τους έχει ακούσει αόρατος, επιστρέφει στην αίθουσα του θρόνου όπου τον περιμένει ο Θέογνις.

Θέογνις: Ανήσυχο σε βλέπω βασιλιά μου! Άκουσες τίποτα;

Πλούτωνας: Είχα δίκιο Θέογνη που τους υποψιαζόμουν! Άλλος ήταν ο σκοπός του ταξιδιού τους! Σχεδιάζουν, απόψε κιόλας, να αρπάξουν την βασίλισσα Περσεφόνη! Τους άκουσα που το έλεγαν. Έπρεπε να το περιμένω, έτσι πως την κοιτούσαν πριν! Θα τους περιποιηθώ καταλλήλως!

Το βράδυ ο Θησέας και ο Πειρίθους παρευρίσκονται στο τραπέζι του Πλούτωνα.

Θησέας: Βασιλιά Πλούτωνα, πού είναι η γυναίκα σου;

Πλούτωνας: Είναι στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της.

Οι τρεις άνδρες τρώνε. Όταν τελειώνουν, ο Πλούτωνας τους οδηγεί σε μία αίθουσα με δύο χρυσούς θρόνους σκαλισμένους σε βράχο.

Πλούτωνας: Μου κάνατε μεγάλη τιμή να με επισκεφτείτε εδώ! Ξέρετε… στον τόπο αυτόν είμαι ξεχασμένος από τους ανθρώπους. Άλλωστε, με θεωρούν βασιλιά του Άδη και με φοβούνται. Εσείς, όμως, ήλθατε εδώ να με γνωρίσετε! Και ως βασιλιάδες πρέπει να σας προσφέρω κάτι για να με θυμάστε! Παρακαλώ, καθίστε στους χρυσούς θρόνους που είναι σκαλισμένοι στον βράχο και στη συνέχεια θα σας προσφέρω το δώρο σας.

Οι δύο άνδρες κάθονται στους χρυσούς θρόνους.

Θησέας: Καθίσαμε! Ποιο είναι το δώρο που θα μας προσφέρεις;

Εκείνη τη στιγμή, οι στρατιώτες που βρίσκονται στην αίθουσα δένουν τον Θησέα και τον Πειρίθους στον θρόνο τους, με μία αλυσίδα τον καθένα.

Πλούτωνας (ειρωνικά): Σας προσφέρω τον θρόνο μου! Είσαστε οι νέοι βασιλιάδες του Κάτω Κόσμου!

Θησέας: Γιατί μας το έκανες αυτό;

Πλούτωνας: Λέτε να μην κατάλαβα γιατί ήλθατε εδώ; Παρατήρησα πόσο έντονα κοιτούσατε πριν τη γυναίκα μου, Περσεφόνη. Όταν πήγατε στον ξενώνα φόρεσα την περικεφαλαία μου ``κυνή΄΄ που με κάνει αόρατο, και σας άκουσα να λέτε πως σήμερα το βράδυ θα αρπάξετε τη γυναίκα μου! Φίδια!

Πειρίθους: Λάθος άκουσες!

Θησέας: Αστεία το είπαμε! Λύσε μας και θα φύγουμε αμέσως! Αν θες να ζητήσεις λύτρα θα στα δώσουμε!

Πλούτωνας: Δεν ακούω άλλη κουβέντα! Με εξαπατήσατε! Ήλθατε εδώ για να αρπάξετε τη γυναίκα μου! Θα τιμωρηθείτε για αυτό. Θα πεθάνετε αλυσοδεμένοι από την πείνα και την δίψα!

Θησέας: Σου δίνω όλα τα πλούτη της Αθήνας! Λύσε μας!

Πλούτωνας: Σας χαιρετώ! Είναι βράδυ και με περιμένει στο κρεβάτι η γυναίκα μου!

Ο Πλούτωνας φεύγει. Οι δύο άνδρες μένουν μόνοι στην αίθουσα, αλυσοδεμένοι πάνω στους δύο χρυσούς θρόνους.

Πειρίθους: Τι θα κάνουμε Θησέα; Πώς θα ξεφύγουμε;

Θησέας: Μην ανησυχείς. Τα όπλα μας τα αφήσαμε στον ξενώνα, αλλά έχω ένα ξιφίδιο στη ζώνη μου. Με αυτό θα λιμάρω τις αλυσίδες.

Ο Θησέας με πολύ κόπο, όντας αλυσοδεμένος, κατορθώνει και πιάνει το ξιφίδιο. Στη συνέχεια λιμάρει τις αλυσίδες και τελικά, έπειτα από πολύ ώρα, σπάει την αλυσίδα που τον έδενε στον θρόνο.

Θησέας: Επιτέλους, τα κατάφερα!

Πειρίθους: Θησέα! Λύσε και εμένα!

Θησέας: Λες να φύγω και να σε αφήσω;

Ο Θησέας σπάει τις αλυσίδες του Πειρίθους και μαζί βγαίνουν από την αίθουσα. Είναι νύχτα και δεν τους αντιλαμβάνεται κανείς. Βγαίνουν από το παλάτι και κατευθύνονται προς τα άλογά τους που είναι δεμένα στην αυλή του παλατιού. Όμως, δέχονται την επίθεση ενός πολύ άγριου σκύλου.

Θησέας: Πρέπει να είναι ο Κέρβερος! Δεν έχουμε τα ξίφη μας να τον σκοτώσουμε! Πειρίθους! Τρέχα προς το άλογό σου! Εγώ θα προσπαθήσω να αποσπάσω την προσοχή του Κέρβερου και να τον σκοτώσω με το ξιφίδιό μου.

Ο Πειρίθους τρέχει προς το άλογό του. Ο Θησέας προσπαθεί να κάνει αντιπερισπασμό. Όμως, ο Κέρβερος ορμάει στον Πειρίθους και τον δαγκώνει. Ο Πειρίθους τραυματίζεται από τα δόντια του σκύλου. Ο Θησέας τρέχει και επιτίθεται στο σκύλο. Ο Κέρβερος του ορμάει και το ξιφίδιο του Θησέα πέφτει στο έδαφος. Ο Θησέας, με γροθιές και κλωτσιές, καταφέρνει να απωθήσει το σκύλο. Ο Κέρβερος επιτίθεται πάλι στον τραυματισμένο Πειρίθους.

Πειρίθους: Θησέα, φύγε να σωθείς και άφησέ με!

Θησέας: Δεν μπορώ να το κάνω!

Εκείνη τη στιγμή μία σάλπιγγα σημαίνει συναγερμό. Στην αυλή καταφθάνουν ένοπλοι στρατιώτες που άκουσαν την φασαρία. Επικεφαλής τους είναι ο Θέογνις.

Θέογνις: Σκοτώστε τους!

Ο Θησέας τρέχει και ανεβαίνει στο άλογό του. Οι στρατιώτες του πετούν βέλη και ακόντια, αλλά δεν τον πετυχαίνουν. Ο Θησέας κατορθώνει και δραπετεύει. Ο Πειρίθους είναι νεκρός. Τον έχει κατασπαράξει ο Κέρβερος. Εκείνη τη στιγμή βγαίνουν ανάστατοι στην αυλή ο Πλούτωνας και η Περσεφόνη.

Πλούτωνας: Τι έγινε; Γιατί σημάνατε συναγερμό;

Θέογνις: Ο Θησέας και ο Πειρίθους κατόρθωσαν να σπάσουν τις αλυσίδες και να βγουν από την αίθουσα που τους είχαμε αλυσοδεμένους! Όταν έφθασαν στην αυλή τους επιτέθηκε ο Κέρβερος. Ακούσαμε την φασαρία και σημάναμε συναγερμό. Όπως βλέπεις, τον Πειρίθους τον κατασπάραξε ο Κέρβερος. Ο Θησέας, όμως, κατάφερε να ξεφύγει με το άλογό του!

Πλούτωνας (προς τον Κέρβερο): Κέρβερε, έλα εδώ!

Πλούτωνας (χαϊδεύει τον Κέρβερο): Πιστέ μου φύλακα, καλή δουλειά έκανες! Έφαγες τον Πειρίθους! Σου ξέφυγε, όμως, ο Θησέας, αλλά δεν πειράζει!

Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο Θέογνις με το χρυσό άρμα του Πλούτωνα που το έσερναν 4 μαύρα άλογα.

Θέογνις: Βασιλιά, σου έφερα το χρυσό τέθριππόν σου. Θα ακολουθήσουμε με τα άλογά μας τον Θησέα και θα τον συλλάβουμε.

Πλούτωνας (προς τον Θέογνη): Τώρα θα έχει φύγει μακριά! Το χρυσό μου άρμα δεν πετάει! Πώς θα τον προλάβουμε; Αφήστε καλύτερα… Ο Θησέας πήρε το μάθημά του. Άλλωστε, γνωρίζετε πως ποτέ δεν φεύγω πολύ μακριά από το παλάτι.

Πλούτωνας (προς τους στρατιώτες): Θάψτε το σώμα του Πειρίθους και καθαρίστε την αυλή.

Περσεφόνη (προς τον Πλούτωνα): Γιατί είχες αλυσοδεμένους τους δύο ξένους;

Πλούτωνας: Γιατί έμαθα ότι ήλθαν να σε αρπάξουν και να φύγουν! Αλλά εσύ είσαι δική μου και δεν θα σε πάρει κανένας από εμένα! Πάμε αγάπη μου στο δωμάτιό μας! Αρκετά περάσαμε για σήμερα! Το κρεβάτι μας περιμένει!

Στον δρόμο ο Θησέας κλαίει για το χαμό του φίλου του.

Θησέας: Πειρίθους! Τι έκανα! Εγώ φταίω! Εγώ σε σκότωσα! Αν δεν σε έπαιρνα μαζί μου στο ταξίδι αυτό, δεν θα ήσουν νεκρός. Ήθελα νέες περιπέτειες και το αποτέλεσμα ήταν να χάσω τον καλύτερό μου φίλο.

Θησέας (ουρλιάζει): Ανάθεμά σας Πλούτωνα και Περσεφόνη!

Ο Θησέας πήγε από την Ήπειρο στην Θεσσαλία όπου και ενημέρωσε τους Λαπίθες για το χαμό του βασιλιά τους. Τους υποσχέθηκε πως θα έστηνε στην Αθήνα μνημείο προς τιμήν του. Στη συνέχεια ο Θησέας έφυγε για την Αθήνα.


Κεφάλαιο (Λ) Η εξορία και το τέλος του Θησέα

Ο Θησέας επιστρέφει στην Αθήνα όπου τον περιμένει μία δυσάρεστη έκπληξη. Στο παλάτι του βρίσκει τον αρχιστράτηγο Μενεσθέα καθισμένο στον θρόνο του!

Θησέας: Μενεσθέα! Πως τολμάς και κάθεσαι στον θρόνο μου! Όταν έφυγα σε άφησα προσωρινό διοικητή της πόλης. Δεν σε έχρισα βασιλιά, ούτε σου είπα να θρονιαστείς στο παλάτι μου! Μάλλον για αστείο πρόκειται!

Μενεσθέας: Δεν είναι αστείο…

Θησέας: Κατέβα αμέσως από τον θρόνο μου, αλλιώς θα διατάξω να σε εκτελέσουν!

Μενεσθέας (κυνικά): Σε προκαλώ να το κάνεις!

Θησέας (φωνάζει): Ξούθε! Φρουροί!

Ο Ξούθος (ο επικεφαλής της βασιλικής φρουράς) έρχεται με στρατιώτες της φρουράς.

Θησέας: Ξούθε, τι αστείο είναι αυτό; Γιατί ο Μενεσθέας κάθεται στον θρόνο μου; Ως επικεφαλής της βασιλικής μου φρουράς δεν θα έπρεπε να τον αφήσεις! Θα τιμωρηθείς και εσύ!

Θησέας (προς τους στρατιώτες): Συλλάβετε τον Μενεσθέα και τον Ξούθο!

Οι στρατιώτες δεν υπακούουν.

Θησέας: Θα σας εκτελέσω όλους για απείθεια!

Ξούθος: Μην φωνάζεις Θησέα!

Θησέας: Πως τολμάς και με αποκαλείς με το όνομά μου και όχι με τον τίτλο του βασιλιά!

Ξούθος (προς τον Μενεσθέα): Δεν του το είπες;

Μενεσθέας: Όχι! Δεν πρόλαβα… Άρχισε να φωνάζει...

Θησέας: Απαιτώ να μου πείτε αμέσως τι συμβαίνει;

Μενεσθέας: Θησέα, άκουσέ με και σταμάτα να φωνάζεις! Ο λαός βαρέθηκε να τον παρατάς συνέχεια και να φεύγεις από την πόλη για να κάνεις κατορθώματα με σκοπό να αποκτήσεις δόξα και υστεροφημία! Ο λαός κουράστηκε να αφήνεις την πόλη του για την κάθε τρέλα που σου έρχεται στο μυαλό!

Θησέας: Πως μιλάς έτσι στον βασιλιά σου!

Μενεσθέας: Άφησέ με να τελειώσω! Ο λαός δεν ξέχασε ότι έφερες σε δυσάρεστες περιπέτειες την πόλη και μη νομίζεις πως δεν έμαθε και για την προσωπική σου ζωή... Στην αρχή έκανες την εκστρατεία κατά των Αμαζόνων οι οποίες κουβαλήθηκαν μέχρι εδώ και πολιόρκησαν την πόλη. Το αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος δεκάδων στρατιωτών μας. Στη συνέχεια μαθεύτηκε πως μετά από παρεξήγηση έδιωξες τον υιό σου Ιππόλυτο από την Αθήνα και ο νέος σκοτώθηκε όταν γκρεμίστηκε με το άρμα του στην θάλασσα, καθώς πήγαινε στην Τροιζήνα – στο παλάτι του παππού σου. Μετά έλαβε μέρος η Κενταυρομαχία και οι οπλίτες μας πολέμησαν στην μακρινή Θεσσαλία τους Κενταύρους, χωρίς να έχουν καμιά δουλειά εκεί. Απλά κάλεσες τους στρατιώτες μας για να βοηθήσεις τον φίλο σου Πειρίθους, τον βασιλιά των Λαπιθών! Και όμως, χάσαμε πολλούς στρατιώτες στην Κενταυρομαχία. Στη συνέχεια μαθεύτηκε πως με τον Πειρίθους έκλεψες την ωραία Ελένη, την θετή κόρη του βασιλιά της Σπάρτης, Τυνδάρεω! Έθεσες, για ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, σε κίνδυνο την πόλη μας! Σκέφτεσαι τι θα γινόταν αν η Σπάρτη μας επιτίθετο; Τώρα έγινε γνωστό πως πήγες στην Ήπειρο στο παλάτι του Πλούτωνα – στην Αχερουσία λίμνη – για να αρπάξεις τη γυναίκα του, Περσεφόνη. Προφανώς, για να έλθεις με άδεια χέρια δεν τα κατάφερες…

Θησέας: Πού θες να καταλήξεις;

Μενεσθέας: Όλα αυτά που προανέφερα είναι δικές σου ενέργειες που ντρόπιασαν την πόλη, την έθεσαν πολλάκις σε κίνδυνο και είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο δεκάδων στρατιωτών στις Αμαζονομαχίες και στην Κενταυρομαχία.

Θησέας: Δέχομαι την κριτική αυτή, αν και την θεωρώ υπερβολική…

Μενεσθέας: Η κριτική δεν είναι μόνον δική μου! Είναι και του λαού! Πριν μια εβδομάδα συνεκλήθη λαϊκή συνέλευση στην οποία ανεφέρθησαν όσα σου προείπα. Δηλαδή, οι φαιδρές ενέργειές σου που σκιάζουν την όποια προσφορά σου στην πόλη!

Θησέας: Την όποια προσφορά μου; …Ο λαός είναι τόσο αγνώμων που λησμόνησε πως την Αθήνα, από μία Ακρόπολη και κάποια χωριά γύρω της, την έκανα υπερδύναμη στην θάλασσα και στη στεριά.

Μενεσθέας: Στην Αθήνα ο λαός αποφασίζει! Στη λαϊκή συνέλευση ετέθη από τον Λύκο το θέμα της αποπομπής σου. Ο λαός συνεκτίμησε αυτά που προσέφερες και τα λάθη που έκανες και αποφάσισε πως τα λάθη σου υπερκέρασαν όλα όσα προσέφερες στην πόλη. Η τελική ετυμηγορία του λαού ήταν ο εξοστρακισμός σου! Η εντολή της εξορίας είναι άμεσα εκτελεστή!

Θησέας: Με διώχνει ο λαός από την πόλη που εγώ ανέδειξα και προσέφερα σε αυτήν τη ζωή μου;

Μενεσθέας: Και κάτι ακόμα… Με ρώτησες πως ανέβηκα στον θρόνο. Θα σου απαντήσω. Η συνέλευση του λαού έκρινε πως ανάμεσα στους άλλους στρατηγούς είμαι ο καταλληλότερος για βασιλιάς των Αθηνών. Έτσι, με υπερψήφισαν έναντι των άλλων προτεινόμενων υποψηφίων. Εκτιμήθηκε το γεγονός πως είχα θητεύσει ως βασιλιάς της Μήλου.

Θησέας: Ο λαός είναι άμορφη και εύπλαστη μάζα που έχει το μυαλό μικρού παιδιού! Χειραγωγείται εύκολα από δημαγωγούς! Εσύ Μενεσθέα δημοκόπησες με την προδοσία του Λύκου που έθεσε θέμα αποπομπής μου στη λαϊκή συνέλευση! Αυτό που με λυπεί βαθύτατα είναι η αγνωμοσύνη του λαού των Αθηνών. Το ευχαριστώ του λαού για ότι προσέφερα στην πόλη είναι η εξορία μου!

Μενεσθέας: Κρίθηκες για τις πράξεις σου…

Θησέας: Και με τον πεντάχρονο υιό μου τι θα γίνει;

Μενεσθέας: Στη λαϊκή συνέλευση αποφασίσθηκε πως ο υιός σου Δημοφών δεν φταίει σε τίποτα να εξοριστεί μαζί σου… Είναι Αθηναίος πολίτης και θα μείνει εδώ. Όταν ενηλικιωθεί θα με διαδεχθεί στον θρόνο. Από εσένα αφαιρέθηκε η επιμέλεια του παιδιού και δόθηκε σε εμένα. Εγώ θα είμαι πλέον ο κηδεμόνας του. Αυτά αποφάσισε ο λαός… Τουτέστιν, το παιδί θα μείνει μαζί μου και όταν μεγαλώσει θα με διαδεχθεί στον θρόνο. Αλλά εσύ δεν θα τον ξαναδείς! Άλλωστε, ο ίδιος ο Δημοφών δεν θέλει να σε δει! Εμείς δεν θα του αναφέρουμε ποτέ πάλι το όνομά σου!

Θησέας: Μου παίρνετε ακόμα και το παιδί; Προφανώς για να μην θέλει να μου μιλήσει θα το δηλητηριάσατε με ψέματα. Καταραμένοι!

Μενεσθέας: Αρκετά είπαμε! Θησέα, μάζεψε τα πράγματά σου από το παλάτι! Ήδη στο λιμάνι του Πειραιά περιμένει καράβι να σε μεταφέρει στη Σκύρο. Ο βασιλιάς της Σκύρου, Λυκομήδης, δέχθηκε να σε φιλοξενήσει. Ο λαός του είναι οι γνωστοί Δόλοπες πειρατές. Εκεί αξίζει να ζήσεις και, αν θες, μπορείς ακόμα και να βασιλέψεις τους πειρατές!

Θησέας: Φεύγω αμέσως! Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός εκ του ευεργετηθέντος!

Ο Θησέας μαζεύει τα πράγματά του και πηγαίνει συνοδεία φρουρών στο λιμάνι του Πειραιά όπου τον περιμένει το καράβι για τη Σκύρο. Πριν επιβιβαστεί φωνάζει στους Αθηναίους που έχουν μαζευτεί εκεί.

Θησέας (προς το λαό): Την κατάρα μου να έχετε Αθηναίοι! Έκανα τόσα πολλά για την Αθήνα! Την ανέδειξα σε μεγάλη δύναμη! Βελτίωσα τους θεσμούς της! Επέκτεινα την κυριαρχία της! Έκανα όλη την Ελλάδα να σέβεται την πόλη ως υπερδύναμη! Η φήμη της Αθήνας ξεπέρασε την χώρα και έφθασε παντού. Το ευχαριστώ σας ήταν η εξορία μου! Με διώξατε έπειτα από συνοπτικές διαδικασίες, εξαιτίας κάποιων λαοπλάνων που σας παρέσυραν σαν αμνούς! Την κατάρα μου να έχετε!

Το καράβι μετέφερε τον Θησέα στη Σκύρο. Στο παλάτι τον περίμενε ο Λυκομήδης.

Λυκομήδης: Θησέα! Λυπάμαι που συναντιόμαστε υπό αυτές τις συνθήκες… Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα… Τα ξέρω όλα.

Θησέας: Αυτό που με στεναχωρεί είναι η αγνωμοσύνη του λαού... Ο λαός εύκολα ξεχνάει και ακόμα πιο εύκολα χειραγωγείται από δημαγωγούς!

Λυκομήδης: Είμαι βασιλιάς! Το γνωρίζω!

Θησέας: Προσέφερα όλη μου τη ζωή στην πόλη των Αθηνών και παρά ταύτα με εξοστρακίσανε… Επίσης, οι καταραμένοι κράτησαν τον Δημοφώντα, τον πεντάχρονο υιό μου, και μου αφήρεσαν την κηδεμονία του…

Λυκομήδης: Γνωρίζω, ότι η φήμη της πόλης σου έχει περάσει τα σύνορά της. Έκανες την Αθήνα ισχυρή πόλη. Όμως, ο δήμος σε εξοστράκισε… Θησέα, θα μείνεις στο παλάτι μου. Δεν θα ξαναμιλήσουμε για την Αθήνα. Το ότι σε εξόρισαν με συγκλόνισε και εμένα, παρόλο που δεν σε γνωρίζω προσωπικά. Βρισκόμουν για εμπορικούς λόγους στην Αθήνα και μόλις έμαθα ότι σε εξοστράκισαν, αποφάσισα να σου δώσω άσυλο εδώ, στο παλάτι μου. Έτσι, ζήτησα από τον νέο βασιλιά, Μενεσθέα, όταν επέστρεφες στην Αθήνα, να σε έστελνε με καράβι στη Σκύρο.

Θησέας: Λυκομήδη, σε ευχαριστώ για την φιλοξενία σου. Δεν θέλω να ακούσω πάλι τη λέξη Αθήνα!

Λυκομήδης: Από εδώ και πέρα θα είσαι Δόλοπας. Οι Δόλοπες είναι λαός της Θεσσαλίας που κατοίκησε πρώτος το νησί μας. Εμάς στη Σκύρο μας χαρακτηρίζουν ως τους μεγαλύτερους πειρατές, όμως αυτό δεν αποτελεί μομφή. Πειρατεία υπάρχει παντού. Άλλωστε, είναι χειρότερη η πειρατεία από τη σφαγή των κατοίκων των νησιών και γενικά των περιοχών που δεν υποτάσσονται σε δυνάμεις όπως η δική σας;

Θησέας: Αναγνωρίζω και αυτό το λάθος της Αθήνας… Οι σφαγές ήταν το αναγκαίο κακό για την επέκταση της κυριαρχίας της... Θα αποδεχόμουν την εξορία, αν με κατηγορούσαν για τα εκατοντάδες θύματα από τους πολέμους για την κατάκτηση ολοένα και περισσότερων εδαφών…

Ο Θησέας έμεινε στο παλάτι του Λυκομήδη. Δέκα χρόνια μετά την εξορία του, ο Θησέας είχε γίνει γνωστός στη Σκύρο. Ο Θησέας ήταν, πλέον, 55 ετών. Από τους κατοίκους της Σκύρου είχε βρει την αναγνώριση που έχασε από τους Αθηναίους.

Στο παλάτι της Σκύρου, ο βασιλιάς Λυκομήδης συνομιλεί με τον στρατηγό του, Λυσικλή.

Λυσικλής: Βασιλιά μου, πάνε δέκα χρόνια από τη στιγμή που ο Θησέας ήλθε εδώ στη Σκύρο. Ο Θησέας κατάφερε να γίνει πολύ δημοφιλής στο λαό μας. Όλοι μιλάνε για αυτόν και τα κατορθώματά του. Έχει γίνει ήρωας...

Λυκομήδης: Το γνωρίζω Λυσικλή. Η δόξα που έχει αποκτήσει ο Θησέας με ανησυχεί… Πιθανώς να θελήσει να αναρριχηθεί στην εξουσία και να μου πάρει τον θρόνο! Θυμάμαι πριν δέκα χρόνια που, όταν έφθασε εξόριστος εδώ, μου έλεγε πως ο λαός εύκολα λησμονεί και ακόμα πιο εύκολα χειραγωγείται...

Λυσικλής: Είχε δίκιο. Η τραγική ειρωνεία είναι πως τώρα τα λόγια του είναι επίκαιρα όσο ποτέ και αφορούν τον ίδιο ως απειλή για τον θρόνο και την ασφάλεια της Σκύρου!

Λυκομήδης: Τι προτείνεις να κάνω; Πώς να το χειριστώ; Λυσικλή, μπορείς να μου μιλήσεις ελεύθερα. Είσαι έμπιστος στρατηγός μου και η αρωγή σου, όλα αυτά τα χρόνια που βασιλεύω, ήταν πολύτιμη για την διατήρηση του θρόνου μου.

Λυσικλής: Βασιλιά, θα σου μιλήσω ανοιχτά: πρέπει να σκοτώσεις τον Θησέα! Επειδή η εκτέλεσή του θα εξόργιζε το λαό, προτείνω να σκηνοθετήσεις ένα ατύχημα. Αύριο το πρωί θα ζητήσεις από τον Θησέα να σε ακολουθήσει στον μεγάλο βράχο, δήθεν για να του δείξεις από ψηλά το νησί. Από εκεί θα τον σπρώξεις και θα τον γκρεμίσεις. Μετά θα πεις ότι ήταν ατύχημα.

Λυκομήδης: Αυτό θα κάνω! Λυκομήδη, φώναξέ μου τον Θησέα!

Μετά από λίγο έρχεται ο Θησέας.

Λυκομήδης (υποκριτικά): Θησέα! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Έλα να σε αγκαλιάσω!

Ο Λυκομήδης αγκαλιάζει τον Θησέα υποκριτικά.

Θησέας: Τι με θέλεις βασιλιά;

Λυκομήδης: Αύριο το πρωί θα πάμε μαζί στον μεγάλο βράχο για να σου δείξω από ψηλά το νησί! Η θέα είναι υπέροχη!

Θησέας: Ωραία!

Έτσι και έγινε. Ο Θησέας και ο Λυκομήδης ανέβηκαν στον μεγάλο βράχο. Στο υψηλότερο σημείο του, ο Λυκομήδης ζήτησε από τον Θησέα να πλησιάσει κοντά του.

Λυκομήδης: Θησέα! Έλα εδώ στην άκρη του βράχου να σου δεις όλη τη Σκύρο από ψηλά. Η θέα είναι μαγευτική!

Καθώς ο Θησέας πλησιάζει, ο Λυκομήδης τον σπρώχνει. Ο Θησέας πέφτει, αλλά κατορθώνει να πιαστεί από το χείλος του βράχου.

Θησέας: Βοήθησέ με Λυκομήδη! Πιάσε τα χέρια μου και τράβηξέ με! Δεν αντέχω άλλο! Θα πέσω!

Ο Λυκομήδης δεν απαντάει.

Θησέας: Λυκομήδη! Βοήθεια!

Λυκομήδης: Όταν γνωριστήκαμε πριν δέκα χρόνια, Θησέα, μου είχες πει ότι ο λαός εύκολα λησμονεί και ακόμα πιο εύκολα χειραγωγείται. Τα λόγια σου ισχύουν και για το λαό της Σκύρου! Είσαι τόσο δημοφιλής στο λαό του νησιού, που αποτελείς απειλή για τον θρόνο μου…

Θησέας: Και εσύ Λυκομήδη δείχνεις αγνωμοσύνη; Αυτό είναι το ευχαριστώ σου που με την δόξα μου σε βοήθησα να βελτιώσεις την εικόνα σου στο λαό που αναγνώρισε την επιλογή σου να με φιλοξενήσεις; Αιδώς!

Λυκομήδης: Λυπάμαι Θησέα! Θα έπρεπε, όμως, να περιμένεις αυτήν την αντίδρασή μου. Δεν πήρες το μάθημά σου από την αγνωμοσύνη των Αθηναίων!

Θησέας: Φθονερέ! Την κατάρα μου να έχεις!

Ο Λυκομήδης πατάει τα δάκτυλα του Θησέα που είναι γαντζωμένα στην άκρη του βράχου. Ο Θησέας γκρεμίζεται από τον βράχο και βρίσκει τραγικό θάνατο. Στη συνέχεια ο Λυκομήδης επιστρέφει στο παλάτι του όπου τον περιμένει ο Λυσικλής.

Λυκομήδης: Λυσικλή, όλα τέλειωσαν… Ο Θησέας είναι νεκρός!

Λυσικλής: Τον γκρέμισες από τον βράχο;

Λυκομήδης: Ναι! Αναγκάστηκα να το κάνω… Κινδύνευε ο θρόνος…Το έκανα για το λαό…

Λυσικλής: Έκανες το σωστό, βασιλιά μου.

Λυκομήδης: Λυσικλή, πάρε μερικούς στρατιώτες, βρείτε το πτώμα του Θησέα και μεταφέρετέ το εδώ. Μετά, ενημέρωσε το λαό πως ο Θησέας έπεσε, ενώ είχε ανέβει στον μεγάλο βράχο για να δει το νησί από ψηλά. Μην αναφέρεις πουθενά ότι ήμουν μαζί του!

Λυσικλής: Με την ταφή του τι θα γίνει;

Λυκομήδης: Η ταφή θα γίνει το συντομότερο στο νεκροταφείο της πόλης, χωρίς να ειδοποιηθεί κανένας. Δεν θέλω δημόσια κηδεία! Δεν θέλω να γίνει ήρωας ο Θησέας! Από εδώ και πέρα δεν θα γίνεται καμία αναφορά στο όνομά του.

Ο Θησέας ετάφη στο νεκροταφείο της Σκύρου. Ο λαός του νησιού λυπήθηκε πολύ για τον θάνατό του. Τα δυσάρεστα νέα έφθασαν και στην Αθήνα, όμως οι Αθηναίοι δεν ενδιαφέρθηκαν να πάρουν το σώμα του. Ούτε ενδιαφέρθηκε να το κάνει ποτέ ο υιός του Θησέα και της Φαίδρας, Δημοφών. Όταν πέθανε ο Θησέας, ο δεκαπεντάχρονος Δημοφών και ο Μενεσθέας, ο βασιλιάς των Αθηνών, έλειπαν στον τρωικό πόλεμο στον οποίο εκστρατευτικό σώμα από την Αθήνα συμμετείχε στη συμμαχία των Αχαιών. Στην Τροία υπήρχε και ένα άγαλμα, το Παλλάδιον. Ήταν ένα άγαλμα που αναπαριστούσε την θεά Αθηνά οπλισμένη με δόρυ και ασπίδα. Το Παλλάδιον ήταν κάτι σαν ανθρωποειδές! Το άγαλμα αυτό προστάτευε τις πόλεις και το τοποθετούσαν στις ακροπόλεις που ήταν οχυρά. Κατά την πολιορκία της Τροίας, για να πέσει η πόλη στα χέρια των Αχαιών, αναγκάστηκε ο βασιλιάς της Ιθάκης, Οδυσσέας, και ο βασιλιάς του Άργους, Διομήδης, να αρπάξουν το Παλλάδιον το οποίο αργότερα μετέφερε ο Διομήδης στο Άργος. Στην Αθήνα, τρία χρόνια μετά τον τρωικό πόλεμο, ο δεκαοκτάχρονος υιός του Θησέα, Δημοφών, διαδέχθηκε τον Μενεσθέα στον θρόνο των Αθηνών. Όταν έμαθε ο Δημοφών ότι στο Άργος υπήρχε το Παλλάδιον, πήγε εκεί, το πήρε και το μετέφερε στην Ακρόπολη των Αθηνών για να προστατεύει την πόλη. Η Αθήνα έγινε στη συνέχεια πολύ μεγάλη στρατιωτική και ναυτική δύναμη. Παράλληλα, έγινε το λίκνο του πολιτισμού. Στην Αθήνα το 508 π.Χ. γεννήθηκε από τον Κλεισθένη η δημοκρατία. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν άμεση. Οι Αθηναίοι γεύονταν όλα τα υλικά, πνευματικά και ηθικά αγαθά της πόλης τους. Όμως, δεν είχαν αποδώσει καμία τιμή στον Θησέα που ήταν ο βασιλιάς που πρώτος ανέδειξε την Αθήνα. Αυτά μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ. Τότε ο Κίμων, ο μεγάλος Αθηναίος πολιτικός και στρατιωτικός, όταν κατέλαβε τη Σκύρο, βρήκε τα οστά του Θησέα, τα μετέφερε στην Αθήνα και τα έθαψε εκεί όπου στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. χτίστηκε, στην δυτική άκρη της Αγοράς, το Θησείον: ο ναός του Ηφαίστου και της Αθηνάς. Η ανέγερση του ναού έγινε με πολλές τιμές. Μάλιστα, έκτοτε καθιερώθηκαν και εορτές προς τιμήν του ήρωα. Ο Θησέας απέκτησε, τελικά, την υστεροφημία που του άξιζε: του μεγαλύτερου ήρωα της αρχαιότητας, μαζί με τον Ηρακλή.

ΤΕΛΟΣ

 

Hosted by uCoz